United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.

Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα γρόσια. Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει.

Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης. Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα.

Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν... Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!... Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς προλήψεως.

Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου. Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της.

Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.

Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας. Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την καλλιέργειαν των κτημάτων του.

Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά &κουβάς&, διότι είνε γνωστόν πόσον τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία.

Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά &νοικοκυριά& εις τας ημέρας της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών &νουν&, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή.