Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Εν τούτοις, αν με βοηθήσης... — Τι να σε βοηθήσω; είπεν αφελώς η Αϊμά. — Αλλά συ, φαίνεται, δεν ενθυμείσαι τίποτε. Αλλ' είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι αληθώς; — Τι θέλεις να ενθυμούμαι; — Την παιδικήν σου ηλικίαν. — Εγώ τω όντι δεν ενθυμούμαι, είπεν η Αϊμά. Το μόνον, οπού... — Λέγε, είπεν η Σιξτίνα, ιδούσα την νέαν διστάζουσαν. — Το μόνον οπού ενθυμούμαι είνε, ότι δεν πρέπει να είμαι παιδί των.
Τότε θα ιδής . . . — δεν εξακολουθώ, διότι είμαι βεβαία ότι θα θυμώσης, ως εθύμονες άλλοτε κωμικώτατα, ότε με κατελάμβανεν — ενθυμείσαι; — η σατανική επιθυμία να σου διηγούμαι το τέλος μυθιστορήματος, ούτινος συ ανεγίνωσκες την αρχήν. Ας έλθω λοιπόν εις τας Αθήνας μας, και ας αφήσω την Ιταλίαν σου.
Ιππίας. Και βεβαίως, ποίος ημπορεί να αντιλέξη εις αυτό, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Εάν λοιπόν παραδεχθώμεν αυτά, θα γελάση και θα μας ερωτήση· Κύριε Σωκράτη, ενθυμείσαι λοιπόν, τι είχες ερωτηθή; Μάλιστα, θα του ειπώ, δηλαδή ερωτήθην τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον.
Λοιπόν δεν θα με τουφεκίσουν; Είσαι βέβαιος περί τούτου ; — Βεβαιότατος. Είδα με τα μάτια μου το διάταγμα με την υπογραφήν του βασιλέως. Η χάρις όμως θα σε δοθή εις τον τόπον της εκτελέσεως. Ενθυμείσαι τους τρεις επαναστάτας, εις τους οποίους εδόθη πέρυσι χάρις επάνω εις την αγχόνην, ενώ ο βρόχος ήτο περασμένος εις τον λαιμόν των; — Τους ενθυμούμαι.
Ανερριχήθης διά τολμηράς και παραδόξου σιδηροδρομικής τροχιάς εις δύο χιλιάδων περίπου ποδών ύψος, και ούτε ζάλην ησθάνθης, ούτε ιλιγγίασιν, ούτε φόβον! Καλόν σημείον. Θα ειπή, ότι το νευρικόν σου σύστημα εδυναμώθη, ότι η επισφαλής εκείνη υγεία σου, — ήτις ως ενθυμείσαι, δεν ενέπνεεν εις τους φίλους σου τόσους φόβους, όσους εις σε, — ανέλαβε πάλιν.
Έρχομαι τώρα εις τον papa Lavergne. Τον ενθυμείσαι, τον εύσωμον εκείνον και φαιδρόν Ολύμπιον Δία, όστις επιδεικνύων εις την χορείαν του δωδεκαθέου τας ευσάρκους του κνήμας, ανεφώνει μετά δικαίας υπερηφανείας: et pas coton! Τον ενθυμείσαι βέβαια· τον εθαυμάσαμεν μαζή κατά το 1871, ότε απετέλει τον ακράδαντον στόλον του γαλλικού θεάτρου των Αθηνών.
Και τόρα ας αφήσωμεν αυτά και ας επανέλθωμεν πάλιν εις το μέρος από το οποίον ήλθαμεν εδώ. Δηλαδή, αν ενθυμείσαι, προ ολίγου είπες ότι εκείνος ο οποίος έθεσε τα ονόματα κατ' ανάγκην εγνώριζε τα πράγματα εις τα οποία έθετε τα ονόματα. Ειπέ μου λοιπόν ακόμη και τόρα έχεις αυτήν την γνώμην, ή όχι; Κρατύλος. Και τόρα. Σωκράτης.
Θεαίτητος. Κατά ποίον τρόπον; Ξένος. Και οι δύο μου φαίνονται ως ένα είδος κυνηγοί. Θεαίτητος. Τι κυνήγιον κάμνει αυτός ο άλλος; Διότι τον ένα από τους δύο τον είπαμεν. Ξένος. Καθώς ενθυμείσαι, ολόκληρον την ζωοθηρικήν την διαιρέσαμεν εις δύο, το μεν ένα κολυμβητικόν, το δε άλλο πεζοθηρικόν. Θεαίτητος. Μάλιστα. Ξένος. Και από τα κολυμβητικά εξετάσαμεν το έν μέρος των ενύδρων.
Ο ιδικός μας όμως λόγος τόρα λέγει αντιθέτως ότι εδόθη ως φάρμακον εις μεν την ψυχήν διά να αποκτήση αιδημοσύνην, εις δε το σώμα διά να αποκτήση υγείαν και δύναμιν Πολύ καλά ενθυμείσαι, τον λόγον, καλέ Ξένε. Και λοιπόν τα μισά μεν του χορού ας τελειώσουν έως εδώ. Τα άλλα μισά όμως πώς να τα κρίνωμεν, ας εξακολουθήσωμεν ή ας τα αφήσωμεν. Ποία δηλαδή εννοείς, και πώς διακρίνεις το έν από το άλλο;
— Ποίων; Των Γύφτων; — Ναι. — Και πού στηρίζεσαι, διά να συμπεραίνης τούτο; — Αλλά..., είπεν ενδοιάζουσα η Αϊμά, δεν ενθυμούμαι κ' εγώ ουδέ το πιστεύω με βεβαιότητα. Ως όνειρον έρχεται εις την ενθύμησίν μου, ότι μίαν ημέραν ήμουν εις τον δρόμον, και δεν είχα ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Την άλλην ημέραν ευρέθην έξαφνα εις την καλύβην των ανθρώπων αυτών. — Ιδού οπού ενθυμείσαι. Και τι άλλο ακόμη;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν