United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν θα ήτο καιρός, δεν θα ήτο δύσκολον να επανέλθη ο Μανώλης εις την τάξιν και πειθαρχίαν. Δεν έχανε μάλιστα πλέον λόγια διά να τον νουθετή. Όταν τον ήκουσεν εκ νέου να λέγη ότι δεν ήθελε την Πηγήν, ούτε ανησύχησεν, ούτε εθύμωσε, μολονότι εις το ήθος και τους λόγους του υιού του υπήρχεν εξαιρετικό ν πείσμα και αποφασιστικότης. Ούτε καν ηθέλησε να μάθη τα αίτια της νέας του επαναστάσεως.

Και άλλοτε μεν εγέλα ο κύριος της λέγων ότι το έφαγε διότι επείνα, όχι διότι ήτο νόστιμον· σήμερον όμως εθύμωσε, εθύμωσε δε όχι διά την απόκρισιν αυτήν καθ' εαυτήν, αλλά διότι σήμερον ίσα ίσα δεν είχε λόγον αιτιάσεως κατά της μαγειρικής τέχνης της Φλουρούς.

Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα.

Αλλά το παπί έμεινε τρεις εβδομάδας εις την καλύβην και αυγόν η γραία δεν είδεν, ώστε εθύμωσε με το παπί και δεν το εκαλομεταχειρίζετο. Και ο γάτος δε και η όρνιθα δεν το έβλεπαν με καλόν μάτι, ώστε μίαν ημέραν εστενοχωρήθη το άτυχον παπί και έφυγεν από την καλύβην. Επλησίαζεν εν τούτοις το φθινόπωρον.

Ετούτη η ομιλία εθύμωσε πολλά τον Καλίφην, ο οποίος κυττάζοντας τον βεζύρην του με φοβερόν βλέμμα του είπεν· γνωρίζεις εσύ κανένα, που να με παρομοιάζη εις την γενναιότητα και εις τα χαρίσματα που κάνω, και μιλείς έτσι; Ναι, ω αυθέντη, απεκρίθη ο βεζύρης· εις την πόλιν Μπέσρα ευρίσκεται ένας άνθρωπος υποκείμενός σου, ονομαζόμενος Αμπτούλ Μπαρσή, και με όλον που είναι ένας άνθρωπος χωρίς αξίαν, ζη με περισσοτέραν μεγαλοπρέπειαν και γενναιότητα από κάθε βασιλέα και δεν είναι βασιλεύς εις τον κόσμον, που να τον υπερβαίνη εις την γενναιότητα των χαρισμάτων, που καθημερινώς κάνει, και εις την μεγαπρέπειαν.

Μακριά όμως να μη τον θυμώσης. Τον εθύμωσες; φεύγα από κοντά του. Ίδιος βοριάς στις πρώτες του ημέρες γίνεται. Τρέχα να εμπής στο λιμνοστάσι γιατί φίδι που σ' έφαγε! Τόρα εθύμωσε με το πουλί. — Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα· είπε σκάζοντας χάμω τον κόκκινο σκούφο του. Άλλαξε αμέσως το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη και δίνοντας το τιμόνι στον γέροντα·

Επί τέλους δεν εκρατήθη και ηρώτησε τον ιερέα. Ο παπάς εθύμωσε. Βάπτισμα το οποίον ετέλεσεν αυτός δεν ήτο κανονικόν; Ποιος τα λέει αυτά; είπε, ρίψας βλέμμα λοξόν προς τον Τερερέν, διότι εγνώριζεν ότι ούτος τον επολέμει κρυφά και φανερά, εποφθαλμιών την μίαν εκ των δύο ενοριών του, διά να γείνη και αυτός ιερεύς.

Ο νέος με ωδήγησεν ενώπιον αυτού, ο δε Πλούτων εθύμωσε τότε και είπε προς εκείνον όστις με ωδήγει• Δεν ετελείωσεν ακόμη το νήμα αυτού, ώστε ας γυρίση πίσω. Συ δε να φέρης τον σιδηρουργόν Δημύλον, ο οποίος ζη περισσότερον αφ' όσον του ανήκει.