Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως και διά τον φόβον του Λαλά μου.
Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας.
Μετά τινας αστείους και δηκτικούς υπαινιγμούς της προς την θάλασσαν δειλίας μου: — Με ήκουες, είπε, πώς εγελούσα πάντοτε δυνατά; επίτηδες το έκαμνα. Δεν ηξεύρεις τι αστείος που είναι ο ιατρός. Ό,τι και αν πη θα σε κάμη να γελάσης. Και επειδή η μητέρα είναι ολίγον ασθενής, και επειδή του αρέσκουν, λέγει, τα γέλοια μου, όλο τον καιρό δεν έλειψεν από την κ α μ π ί ν α μας.
Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος, διότι μόνον οι ανόητοι κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι, έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου το ευρίσκουν, και μόνον ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ εγελούσα, και συ έφριττες και διεμαρτύρεσο. — Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε σπουδάζων.
Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών, ακροποδητί. Διά τούτο όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.
Πολύ βεβαίως θα εγελούσα τότε, αν ευρίσκετο κανείς να μου προείπη, ότι μετ' ολίγας ημέρας θα ήμην πάλιν πολύ περισσότερον παρά προ του γάμου μου ερωτευμένος και δυστυχής. Η πρώτη αφορμή του ξανακυλίσματος υπήρξε χορός, τον οποίον έδωκεν ο κ. Δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ' αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών.
Στραφείς έπειτα προς την Πελοπόννησον και ιδών την Κυνοσουρίαν εθυμήθηκα πόσοι Αργείοι και Λακεδαιμόνιοι εφονεύθησαν εντός μιας ημέρας διά μίαν έκτασιν γης, η οποία δεν ήτο πολύ μεγαλειτέρα από φακήν της Αιγύπτου. Αλλά και αν έβλεπα κανένα ο οποίος να υπερηφανεύεται διότι είχεν οκτώ δακτυλίους και τέσσαρα ποτήρια χρυσά, πολύ θα εγελούσα και με αυτόν.
Πόσας φοράς, την νύκτα, το μεσονύκτιον ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμάτο, πόσας φοράς εβγήκεν από το δικό μου στήθος, και εβάρυνε με τον τρομακτικόν ήχον του το βάθος του σκότους που με ετρόμαζε. Λέγω ότι δεν ήτο άγνωστος. Εγνώριζα ό,τι εδοκίμαζεν ο γέρων, και τον ελυπούμην, αν και εγελούσα από το βάθος της καρδιάς μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν