United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θυγατέρα μου, της είπεν, ιδού που ήλθα διά να ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, που είμαι χρεώστης διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· διά το οποίον είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την ανυπομονησίαν εις το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την πρέπουσαν ευχαρίστησιν.

ΓΛΟΣΤ. Φίλε καλέ, παρακαλώ, ειπέ μου ποίος είσαι; ΕΔΓΑΡ Ένας πτωχός απ' την οργήν της Τύχης δαμασμένος, ένας που τον εμάλαξαν τα πάθη και οι πόνοι και συμπονεί τους δυστυχείς. — Έλα, το χέρι δος μου, να σ' εύρω καταφύγιον. ΓΛΟΣΤ. Ω! των θεών η χάρις τα όσα μ' έκαμες, διπλά να σου τ' ανταποδώσω! ΟΣΒ. Προκηρυγμένε! Σ' έπιασα! Την τύχην μου θα κάμη τ' αόμματο κεφάλι σου. Επλάσθηκ' επί τούτου!

Αλλά θείε Όσιρι, θα τοις ανταποδώσω τα ίσα, σου το ορκίζομαι, μα τας φλόγας, αι οποίαι κατατρώγουν την πόλιν. Έξω είχε νυκτώσει. Ο φωτοστέφανος της φλεγομένης πόλεως είχε πορφυρώσει τους ουρανούς μέχρι του άκρου του ορίζοντος. Παμμεγίστη ανέτειλεν η πανσέληνος. Η καιομένη Ρώμη εφώτιζεν όλην την Καμπανίαν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα σου ανταποδώσω την πρόποσιν. Eγυμνάσαμεν αρκετά τους λάρυγγάς μας εις την Αίγυπτον. ΜΗΝΑΣ. Εμπρός. Υπάγωμεν. Επί του πλοίου του Πομπηίου αγκυροβολημένου παρά το Μισηνόν ακρωτήριον. Μουσική παιανίζει. Εισέρχονται δύο ή τρεις υπηρέται φέροντες τα του συμποσίου.

Να μην αξίζης τόσον μόνον και μόνον δι' αυτό το ήθελα, ω Μάκβεθ, διά να είναι δυνατόν να σου ανταποδώσω τους επαίνους χρεωστώ κι' όσον μισθόν σου πρέπει, Δεν έχω άλλο να σου 'πώ παρά πως μ' ό,τι δώσω την πληρωμήν του χρέους μου δεν θα την ξεπληρώσω. ΜΑΚΒΕΘ Σου χρεωστώ την πίστιν μου και την εκδούλευσίν μου κ' είναι μισθός μου αρκετός το χρέος μου αν κάμνω.

Και όσον δι' αυτό άλλην φοράν θα σου ανταποδώσω τα ίσα. Αλλά τόρα συ, φίλε Ξένε, μην κουρασθής να μας κάμης χάριν, αλλά εξακολούθησε να αποτελειώσης οποιονδήποτε προτιμάς πρωτίτερα, είτε τον πολιτικόν άνδρα είτε τον φιλόσοφον. Ξένος. Φίλε Θεόδωρε, αφού μίαν φοράν αρχίσαμεν, πρέπει να γίνουν αυτά, και δεν πρέπει να παύσωμεν, πριν να φθάσωμεν εις το τέλος αυτών.

Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω; Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση. — Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά. Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια. Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν.