Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς εκείνης αναβολής.
Περί του υιού του ουδείς εγίνετο λόγος. Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος, από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά, εσκυθρώπασε και παρήκμασεν.
Το δροσερό γλυκάνισο κιόσκια ανθηρά έχει πλέξει· νιογέννητοι έρωτες δειλά τριγύρω φτερουγίζουν, σαν ταηδονάκια τα μικρά, που αρχίζουν να πετάνε και δοκιμάζουν τα φτερά κλωνάρι σε κλωνάρι. Για ιδές χρυσάφια κ' έβενους κι αϊτούς ελεφαντένιους που φέρνουν στις φτερούγες των τον κεραστή του Δία· για ιδές κι απάνω τι χαλιά πιο μαλακά απ' τον ύπνο.
Σπρώχνω τη θύρα· άνοιξε· Τι θέαμα! . . . Τι τόπους... Τι τόπους είδα σκιερούς! . . . Τι χλόαις! . . . Τι λουλούδια! . . Τι δένδρα, δένδρα ανθηρά! . . . Πόσ' άκουγα τραγούδια Απ' τα πουλιά! . . . Πόσους εκεί Εγνώρισα ανθρώπους! . . .
Σαν βγαίνει τ' άστρο της βραδειάς, παίρνει της ράχαις δίπλα Και σταίνει βίγλαις 'ς τα βουνά και κυνηγάει αγρίμια. Έστησ' εμένα ξώβεργες τα νειάτα τ' ανθηρά του. Πέφτουν 'ς ταις βίγλαις του τυφλά του κυνηγιού τ' αγρίμια, Έπεσε και 'ς τα βρόχια του ανύποπτ' η καρδιά μου. Αχ! νάταν τρόπος να τον 'βρώ καμμιά βραδειά 'ς τα πλάια, Και να μπορούσα η δύστυχη να τον 'μιλήσω ολίγο! . . . .
Ελησμόνησα κατ' εκείνην την στιγμήν και το προς τον πατέρα μου σέβας, και τα διελθόντα επτά έτη αφ' ότου ήμην απών, και τους οιωνούς, υπό τους οποίους επέστρεφα εις την πατρικήν οικίαν. Η χαρά της μητρός μου, ότε μας είδεν, επεσκίασε παν άλλο της αίσθημα. Την ηύρα γεροντοτέραν αφ' ό,τι την εγνώριζα την καλήν μου μητέρα, αι δε αδελφαί μου, τας οποίας αφήκα παιδία μικρά, ήσαν ήδη ανθηρά κοράσια.
Αυτή είνε η πρώτη σου εντύπωσις• αλλά μετ' ολίγον βλέπεις δύο δρόμους, εκ των οποίων ο είς είνε μάλλον ατραπός στενή, πετρώδης και πλήρης ακανθών, εις την οποίαν μαντεύεις πολλήν δίψαν και ιδρώτα. Ο Ησίοδος επρόλαβεν ήδη και την περιέγραψε κάλλιστα, ώστε είνε περιττόν να την περιγράψω και εγώ. Η δε άλλη οδός είνε ανθηρά και δροσερά, όπως ολίγον προηγουμένως είπα.
Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ' όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα, κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων. — Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ Γιάννην ο κύριος ημών. — Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία. — Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν