United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πηλέας, παππούς του παιδιού, σώζει τον μικρό, και ο Μενέλαος σκοτώνει με δόλο τον Νεοπτόλεμο. Μετάφραση, τον Γ. Τσοκόπουλου. Άλκηστης: Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει ο θεός, ο Άδμητος θα γινόταν αθάνατος, αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να θυσιαστή γι αυτόν το σκοπό.

Αλλά τι έχετε και κλαίετε, ανόητοι, και μάλιστα συ ο φιλόσοφος, του οποίου προ ολίγου εκλαδέψαμεν τα γένεια; ΦΙΛ. Διότι, ω Ερμή, ενόμιζα ότι η ψυχή ήτο αθάνατος. ΜΕΝ. Ψεύδεται• δι' άλλα πράγματα λυπείται. ΕΡΜ. Ποία;

Ο Πηλέας, παππούς του παιδιού, σώζει τον μικρό, και ο Μενέλαος σκοτώνει με δόλο τον Νεοπτόλεμο. Μετάφραση, του Γ. Τσοκόπουλου. Άλκηστης: Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει ο θεός, ο Άδμητος θα γινόταν αθάνατος, αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να θυσιαστή γι αυτόν το σκοπό.

Και ύστερα από αυτά εστοχάσθη να μη της κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά να της το φανερώση, διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να την χαροποιήση, και να την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη εκστατική οπόταν αυτός άρχισε την ιστορίαν με τον ακόλουθον τρόπον. Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος, ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος.

Αν οι Τούρκοι δεν έπαιρναν την Πόλη, η δημοτική θα είταν πια σήμερα κλασσική γλώσσα. Η κρητική φιλολογία, που αρχινούσε τότες να λουλουδιάζη, έπεσε άμα έπεσε κ' η Κρήτη στου Τούρκου τα χέρια. Ο λαός μας όμως, ο αθάνατός μας ο λαός, δεν ξεχνούσε τη γλώσσα του· την είχε και τη φύλαγε, τη βαστούσε στα σωθικά του μέσα. Ποιος μπορούσε να μας την πάρη; Δεν της έλειπε μήτε δύναμη μήτε ζωή.

Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης. Αλλά το εξής βεβαίως, φίλοι μου, είπεν ο Σωκράτης, είναι δίκαιον να σκεφθώμεν, ότι, αν η ψυχή είναι αθάνατος, έχει επομένως ανάγκην από φροντίδα δι' αυτήν, όχι μόνον διά τούτον τον καιρόν, κατά τον οποίον διαρκεί εκείνο, το οποίον ονομάζομεν ζωήν, αλλά δι' όλον εν γένει τον καιρόν· και ο κίνδυνος τώρα μάλιστα και θα αποδειχθή, ότι είναι παρά πολύ φοβερός, εάν κανείς παραμελήση αυτήν.

Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ' αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίαςμήτε θα λούσω το κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο! Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι.