Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία, να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας; χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».
Την έθαψε μεγαλόπρεπα, και σαν αποκαταστάθηκε κατόπι στη Νέα Πρωτεύουσα, έφερ' εκεί και το λείψανό της. Ας ακολουθήσουμε ως τόσο τον Κωσταντίνο στο μεγάλο ταξίδι του. Σιγανό και μετρημένο ταξίδι· και σκοπός του, να διαλεχτή και να στηθή η Νέα Ρώμη, η Χριστιανική του Πρωτεύουσα. Πράμα που πήγαινε να πη για τα κείνονε, μα και για τα μας, θάνατος ή ζωή, δόξα ή όλεθρος.
Καταραμένος νάναι από το Θεό. Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε, καταραμένο το καράβι που μας τον έφερ' εδώ αντί να τον πνίξη 'κει κάτω στα βαθειά κύματα. — Ήσυχάστε, κυρία, είπεν η Βραγγίνα. Πάρα πολλές κατάρες κι' αφορεσμούς λέτε σήμερα. Πού μάθατε αυτό το επάγγελμα; Ποιος ξέρει αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αποσταλμένος από τον Τριστάνο; — Δεν πιστεύω, δεν τον ανεγνώρισα.
ΑΜΛΕΤΟΣ Πόσην χαράν έχω ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος ή ξέχασα τον εαυτόν μου; ΟΡΑΤΙΟΣ Εκείνος είμαι, και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε, τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; — Ο Μάρκελλος ; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Καλέ μου Κύριε, — ΟΡΑΤΙΟΣ Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.
Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα• και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη 395 τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια. και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος. τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη, έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, 400 και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη•
Ο Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες όλοι τι άλλο είνε παρά στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν για μιας άχρηστα σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ λόγο που μας τον είπε κι' ο Γιαννιός! Εκείνος εγύρισε και τον είδε με βλέμμα παθητικό και αδύνατο. — Μα τι πειραχτήριο είσαι συ δε μου λες; του είπε παραπονεμένα. Ποιος διάολος σ' έφερ' εδώ μέσα για τις αμαρτίες μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν