United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Του τόπου μας η άνοιξις δεν έχει τέτοιον άνθος. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τω όντι άνθος είν' αυτός·την πίστιν μου είν' άνθος! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Λοιπόν τι λέγεις, κόρη μου; Ο νέος σου αρέσει; Απόψε θα τον έχωμεν ς' την συναναστροφήν μας· το πρόσωπόν του κύτταξε να το καλοδιαβάσης· ιδέ την ωραιότητα εκεί ζωγραφισμένην, εξέτασε τ' αρμονικά χαρακτηριστικά του, και πώς η χάρις του ενός το άλλο ευμορφαίνει.

Ητοίμαζον δε συγχρόνως πλινθία και σίδηρον και πάντα τα αναγκαία διά τας πολιορκητικές εργασίας, ίνα, άμα ήρχετο η άνοιξις, αρχίσουν τον πόλεμον. Οι δε Συρακούσιοι πρέσβεις, οίτινες είχαν πεμφθή εις την Κόρινθον και την Λακεδαίμονα, προσεπάθουν καθ' οδόν να πείσουν τους Ιταλιώτας να προσέχουν εις τα υπό των Αθηναίων γινόμενα, διότι οι σκοποί των ήσαν και προς αυτούς ωσαύτως εχθρικοί.

Η τροφή μου ήτο τα άγρια οπωρικά των δένδρων και τα χόρτα και περνώντας τοιαύτην ζωήν ένα ολόκληρον μήνα έξαφνα από ένα λόφον του δάσους διέκρινα ξέμακρα μίαν πολύ μεγάλην πόλιν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον ποτισμένην από διάφορα ποτάμια και εβασίλευεν εκεί μία παντοτεινή άνοιξις.

Επί τέλους ο ήλιος ήρχισε πάλιν να καίη και τα πουλάκια να κελαδούν. Ήλθε πάλιν η άνοιξις. Το παπί ησθάνθη τότε ότι τα πτερά του εδυνάμωσαν.

Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθή περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσαπολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ' αυτούς κι' ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεσι· τα είχε κατεβασμένα κι' από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθειά.

Αλλά δεν είχε τελειωμό. Το κατώγειον επλησίαζε να τελειώση, αλλ' ο Σαϊτονικολής επέμενε να του κτίση και ανώγειον κ' έτσι θα ήρχετο και ο άλλος χειμώνας· και αν αι βροχαί διέκοπτον την εργασίαν, θα ήρχετο και η άνοιξις και ... ζήσε, Μάη μου. Είχεν αποτολμήση προ ημερών να είπη προς τον πατέρα του ότι ήτον αρκετόν το κατώγι, αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε. Ήξευρε αυτός τι έκανε.

Οι δε Αθηναίοι, διαμείναντες δεκατρείς σχεδόν ημέρας, πασχόντες εκ του χειμώνος, στερούμενοι τροφών και ουδέν μέσον επιτυχίας βλέποντες, επέστρεψαν εις την Νάξον και περιχαρακώσαντες το στρατόπεδον διεχείμαζον αυτού. Απέστειλαν επίσης τριήρη εις τας Αθήνας ζητούντες να τοις σταλούν μόλις ήρχετο η άνοιξις χρήματα και ιππείς.

Άλλη μέριμνα της πτωχής γρηάς! Έπρεπε να κάνη καλωσύνη μέχρις ου πατήση η άνοιξις.