United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΙΓΚΗΨ Μπεμβόλιε, ποιος ήτον η αφορμή; ποιος ήρχισεν ο πρώτος; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ο Τυβάλτης! Αυτός, που τον εφόνευσε το ξίφος του Ρωμαίου. Φρόνιμα λόγια και σωστά του είπεν ο Ρωμαίος· του είπεν ότι αφορμήν δεν είχε να μαλώση· τον υψηλόν σου ορισμόν να 'θυμηθή του είπε· και του τα έλεγεν αυτά με γλύκαντην φωνήν του, με 'μάτι ημερώτατον, μ' ευγένειαντους τρόπους.

Αφτό το περίεργο φαινόμενο το βλέπουμε κι αλλού. Όσο δε γράφηκε μια γλώσσα ίσια σαν που λαλιέται, όσο δεν είδε κανείς τις λέξες τυπωμένες στο χαρτί, δεν μπορεί να τις θυμηθή. Δεν του φαίνουνται ορθές και για τούτο μήτε πιστέβει πως υπάρχουν.

Πες της να θυμηθή της περασμένες μας χαρές, της μεγάλες λύπες, τους μεγάλους πόνους, και της χαρές, και της πίκρες της άδολης και τρυφερής μας αγάπης· να θυμηθή το μαγεμένο κρασί που μαζύ ήπιαμε στη θάλασσα· να θυμηθή τον όρκο που της έδωσα ότι μόνον αυτή θ' αγαπώ. Εκράτησα την υπόσχεσί μουΠίσω από τον τοίχο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια άκουσε αυτά τα λόγια. Σχεδόν ελιποθύμησε.

Μονάχα ο νιός τραβήχτηκε μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, και βγήκε προς την πόρτα κάπως ανήσυχος. Ο υπενωμοτάρχης ενώ ροφούσε το κρασί του είχε κολλήση τα μάτια του κατ' απάνω του φλογερά, και φαίνουνταν σαν κάτι να γύρευε να θυμηθή καλά, σαν κάτι να ξεκαθαρίση στο μυαλό του. Ο νιος βγαίνοντας έξω έρριξε μια ματιά προς τους στρατιώτες, τους χαιρέτησε κ' έκαμε να τραβήξη το δρόμο του.

Και σα θυμήθη, στέναξε μέσα απ' τα βαθιά κι' είπε «Ναί, δύστυχε, άλλοτες κι' εσύ, αγαπητό μου αδρέφι, 315 μούστρωσες δείπνο αναστικό εδώ μες στην καλύβα γοργά γοργά και γλήγορα, σα βιάζουνταν ν' ανοίξουν οι Δαναοί με τον οχτρό πολυδακρούσα μάχη. Μα τώρα εσύ μου κοίτεσαι νεκρός και δε σαλέβεις, κι' εμένα νηστικιά η καρδιάκιας έχω τόσα ομπρός μου320 ποθώντας σε.

Τι δε, καλέ μου, τάχα τι θα ημπορούσαν να ειπούν εκείνοι αι οποίοι αγνοούν τας δυνάμεις των δαιμόνων και των θεών και εν γένει όλης της φύσεως, ότι είναι δυνατόν ή αδύνατον κάτι τι από τα τοιαύτα; θυμάσαι, Χαιρεφών, προ τριών ημερών, τι μεγάλη που ήτον κακοκαιρία• και θα φοβηθή βέβαια κανείς, αν θυμηθή τας αστραπάς εκείνας και τας βροντάς, και τους δυνατούς ανέμους.

Μόνη της η γριά, καλή γριά, προσπαθεί να θυμηθή κανένα παραμύθι. Οι άλλοι ξέρουνε, μα τι τους μέλει; Αδιαφορία και για τον κόπο το δικό σου και για την επιστήμη που σ' έφερε ως εκειδά. Ναγόραζες σμυρίγλι, θα τους βαστούσες όλη νύχτα στο ποδάρι. Θέλεις να φύγης, να πας σ' άλλο νησί. Βαπόρι δεν έχει.

Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πης κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα. Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τάφερνε γύρω για να θυμηθή πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του. — Έτσι ήμουνα κ' εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω.

Χρηστοβασίλης δυναμώνει τη λαχτάρα του καθενός μας για τον τόπο του, κι' ό,τι αισθάνεται ο ίδιος για το αγαπημένο του χωριό κάνει να το αιστάνεται και για το χωριό του ο κάθε του αναγνώστης, και ένα που ξέχασε την πατρίδα τον και ζούσε χρόνια πολλά στη Ρουμανία τον έκανε να τη θυμηθή και να γυρίση πίσω, μ' ένα του διήγημα στη «Φωνή της Ηπείρου» με τον «Ξενιτεμένο» δηλ. που τον έχουμε και σ' αυτή τη συλλογή

Είναι ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα Ξένα. Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τριγκ-τριγκ-τριγκκκκ.... » στάθηκε, σα να ήθελε να βρη με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθή κάτι τι.