United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...

Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας. Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα.

Αυτά λοιπόν, παιδί μου... ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της. — Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια!

Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πης κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα. Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τάφερνε γύρω για να θυμηθή πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του. — Έτσι ήμουνα κ' εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω.

Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.