United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναγούλα σε πιάνει διαβάζοντας την περιγραφή της ελεεινής εκείνης κωμωδίας. Είχε πια καταντήσει όχι εμπόριο, παρά ληστεία η Αθηναϊκή η διδασκαλία. Ως και μεσίτες φύλαγαν κάτω στον Περαία και μάζευαν τους ξένους για να τους φέρουνε στα σοφιστικά καταστήματα. Μα κι ως το Σούνι ξεκινούσανε και τους βάζανε στο χέρι, και τους φοβέριζαν κιόλας ανίσως κ' είχανε σκοπό να κατέβουν αλλού.

Συλλογιέται ο Βάλεντας πως κακό δεν είναι νάχη τέτοια βοήθεια, τώρα που κ' οι Γότθοι είτανε σαν πιο πολιτισμένοι και το Κράτος το φοβέριζαν οι βαρβαρώτεροι οι Ούννοι. Μαθόντας και πως οι Γότθοι είταν Αρειανοί σαν και λόγου του, προστάζει αμέσως τους δυο Δοικητάδες της Θράκης Μάξιμο και Λουπικίνο να τους δώσουν άδεια να περάσουν το Δούναβη, αλλά δίχως άρματα.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Βαρβαρικά πλημμυρίσματα κι άλλα δυστυχήματα της βασιλείας του Ιουστινιανού. Τέλη του Και δε φοβέριζαν οι Πέρσοι μονάχα το Κράτος όλα εκείνα τα χρόνια. Το φοβέριζαν οι βορεινοί οι βάρβαροι, που μα την αλήθεια ποτές δεν έλειψαν από τη στιγμή που χτίστηκε η Νέα Ρώμη, παρά σαν τις σφήγγες τους τραβούσε η ορεχτική μυρουδιά της.

Και για να γίνη τέλειο και πιο σταθερό το θρησκευτικό αυτό ξαναγέννημα, για να δώση γερούς καρπούς η θεόσταλτη η επανάσταση, βρέθηκε ξένος Καίσαρας, που σα να πρόβλεπε όλα τα δεινά που φοβέριζαν τον κόσμο, και σα να τον οδηγούσε αθώρητο χέρι, αφίνει τη δοξασμένη του Ρώμη, και με σταυρό στο χέρι και στην καρδιά κατεβαίνει και στήνει άλλη, πιο δυνατή και πιο δυσκολόπαρτη Ρώμη στην καταφρονεμένη μας την Ανατολή.

Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέησι που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια, κ' οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιληά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, — μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινεκαι δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη τη χολέρα και το θανατικό.

Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται Αυτό θα πη να χάσης το νοικοκύρη... Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι' αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου-κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκρισι, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε.