United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αν θελήσετε να με ακούσετε, ελπίζω ότι θα είπω πράγματα δικαιότερα από όσα θα σας είπη αυτή. Την κατηγορώ δε ακριβώς διότι όπως είνε ως εταίρα καλλωπισμένη και με τα θέλγητρα του προσώπου της κατώρθωσε να δελεάση τον εραστήν μου Διονύσιον, άνδρα φρόνιμον τότε, και να μου τον αποσπάση. Η δίκη, ήτις εδικάσθη προ ολίγου μεταξύ Ακαδημίας και Μέθης, είνε αδελφή της παρούσης.

Τώρα λοιπόν το ίδιον μου φαίνεται ότι κάμνομεν και ημείς εις την συζήτησιν. Δηλαδή, μόλις ηκούσαμεν το όνομα της μέθης, αμέσως άλλοι μεν την κατακρίνομεν, άλλοι δε την επαινούμεν, πολύ μάλιστα παραλόγως.

Χείρες κεραυνοφόροι, Μόνον νώτα υποφέροντα Τας πληγάς· αν το δίκρανον Του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον εσίγα. Διά παντός μοιράσατε Θείαι παρθένοι την δίκην· Διά παντός χαρίσατε Των ανθρώπων αισθήσεις Υψηλονόους. Αφρίζουν τα ποτήρια Της αδικίας, δυνάσται Πολλοί και διψασμένοι Ιδού τ' αδράχνουν· γέμουσι Μέθης και φόνου.

ΛΥΚ. Άτοπα πράγματα ζητείς, Φίλων, όταν με παρακαλής να καταστήσω γνωστά εις τους πολλούς και να διηγηθώ πράγματα τα οποία έγιναν εν καιρώ μέθης, ενώ πρέπει να τα θάψωμεν εις την λήθην και να τα θεωρήσωμεν ως έργα του θεού Διονύσου, ο οποίος, ως γνωρίζεις, και εις τους φρονιμωτέρους επιβάλλει τα όργιά του.

Αλλά μόλις ήκουσε την κατ' αυτού ύβριν της γρηά Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε: — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;

Αλλ’ όταν είδον την στυγνήν της Οθωμανίδος μορφήν, την τεταραγμένην της μητρός μου όψιν, όταν είδον ότι κεκρυμμενον τι δυστύχημα τους έκαμνε να μη προσέχωσι καν εις τους τραυλισμούς του Εφέντου, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις συνετάραξε την καρδίαν μου! Προφανώς συνέβαινε κάτι τι πολύ θλιβερώτερον της μέθης του Εφέντου.

Συντελούσης δε και της μέθης, ήτις δεν είχεν εντελώς εξατμισθή, η σκέψις του έφθασεν εις τοιούτον ενθουσιασμόν, ώστε μετ' ολίγον ήρχισε να σιγοτραγουδή: Κ' εδά, Μαρούλι μου, πού θα μου πας; Θες και δε θες, θα μ' αγαπάς. Αλλά και αι νέαι του ελπίδες διελύθησαν εις την πρώτην συνάντησίν του με την θυγατέρα της χήρας.

Δεν εστερείτο μεγαλείου ο Μάκβεθ, ή ευγενείας εμφύτου, ηδύνατο δε, καθώς ο Ιώβ, ν' αντιπαλαίση κατά του Διαβόλου και να νικήση αυτόν, εάν εν ημέρα αλαζόφρονος μέθης δεν συνηντάτο η φιλοδοξία του μετά του εξ Άδου πειρασμού: Χαίρε, ω Μάκβεθ! Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης! Γ'. Η Λαίδη Μάκβεθ.

Τότε η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά αισθάνθηκε να της τρέμουν τα γόνατα και μες στην καρδιά ένοιωσε τη φωτεινή ομορφιά του δειλινού: ήταν μια θάλασσα από φως διάσπαρτη με χρυσά νησιά, με έναν αντικατοπτρισμό στο βάθος. Δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ μια παρόμοια στιγμή μέθης. Για μια στιγμή μονάχα ο κόσμος είχε αλλάξει όψη.

Τω όντι ο δυστυχής από πρωίας περιεφέρετο στεφανωμένος και μεθυσμένος μέσα εις την αγοράν, συνοδευόμενος υπό μουσικής, ουδέποτε συνερχόμενος εκ της μέθης, τραγουδών ενώπιον των θυρών όλων, γενόμενος ύβρις διά τους προγόνους του και την πόλιν όλην και αφορμή γέλωτος διά τους ξένους.