United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισάτην αδελφή μου, και τα μισάτη μάννα σου. — Γιατί; — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά. — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν; — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω. — Καλά.

Και ήρχισε πάραυτα οχληράν και αγωνιώδη εργασίαν εκριζώσεως διά των χειρών της απεσκληραμμένης πλέον αγριάδας, «όπως δώση αέρα εις τα καϋμένα τα κλήματα, τα οποία είχαν ανάψει». Αι δύο αδελφαί αισθανθείσαι τον πόνον της γραίας ήλθον πάραυτα και έλαβον μέρος και αυταί εις την επίπονον εργασίαν. — Μας ηύρε δλειά πάλι! είπεν η Σοφούλα. — Καλά έλεγα εγώ να μη ρθω, προσέθηκε και η Δεσποινιώ γελώσα.

Τα πράμματα τα μισά του είχαν ψοφήσει· ολίγαι μόνον γαλάραις του έμειναν· όλο και στέρφαις. Δεν έκαμε ο Θεός καλόν καιρό να βγάλη η γη χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράμματα. Τι σε κάμουν τα καϋμένα τα πράμματα! Είτα ο πτωχός Τσόμπανος ήρχισε να σοβή το αιπόλιον, εξάγων τα ζώα προς νομήν είς την παρακειμένην κοιλάδα. — Τσου! τσου! στέρφα! ε! ψαρρή! όι! όι!

Όμως σε τέτοιες περίστασες γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά. Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης τούτης τα μάτια μου. Κι ακούν τα μάτια τότες. Κι αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μοναχά τα μάτια. Έννοιωθα 'γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της.

Η Σούλα, η Τέρω, η Γιάννα μου, του Χρηστοδήμα η κόρη. Του Δαλαπάσκα η Γαλανή, τον Σούδα η μαυρομάτα. Του Δίπλα η Μόρφω η κάλλεσα... — Φτάνει, κυρ Γάκη, φτάνει, Τι τα καϋμένα τα παιδιά λυγκιάζονται που ακούνε. — Η δρούγα, η συρματόβεργες, το γνέμμα, το πλουμίδι Απόψε αναμερίζονται. Τηράν τη φλόγα απόψε.

Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε. Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς: — Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!

Ξερκά όμως, δίχως νερό τα καϋμένα τα σπαρτά, μπροστέλευαν εδώ κ' εκεί ανάριες τες λυγνές καλαμιές τους με τ' αχαμνά στάχια, κ' έγερναν καταμεριά τες μαραμένες τους φούντες λυπητερά, σαν κεφάλια παραπονεμένων ραγιάδων.

Την Πέφτη το πουρνό στες 25 του μηνός βρεθήκαμαν δίχως σπίτια, δίχως τίποτας. Όποιος πρόφταινε και γλύτωνε τίποτας, γλύτωσε. Οι άλλοι μείναμαν ζάρκοι κ' έρμοι. Χαιρετίζοντας τότε για πάντα με δάκρυα τα καϋμένα τα Γιάννινα, πήραμαν τα βουνά. Άλλοι πήγαν κατά τα Κούρεντα κ' άλλοι κατά τα Ζαγόρια.

Ρίχνουν πέτραις κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; Αλλά τα παιδιά μου πηγαίνουν με τον πατέρα των. Μήπως ευρίσκονται εδώ; — Όταν έρχωνται, τέλος. Η χωρική εσιώπησε. — Σε παρακαλώ, κυρά, επανέλαβεν η νέα, μάλωσέ τα, να μη μου πειράζουν τα φυτά μου. Τι κακόν τους κάμνουν τα καϋμένα τα φυτά μου; Εγώ τα περιποιούμαι, τα ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι' αυτά.

Όμως σε τέτοιες περίστασες γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά. Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης τούτης τα μάτια μου. Κι' ακούν τα μάτια τότες. Κι' αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μοναχά τα μάτια. Έννοιωθα 'γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της.