Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ο Σκούντας διενοήθη να πλησιάση προς αυτήν, να την θωπεύση, να την ονομάση αδελφήν του, και να την πείση ν' απέλθωσιν. Αλλά δεν ετόλμα. Τη έλεγε μόνον·Ας υπάγωμεν καλλίτερα. — Πού; — Εις το σπίτι μας. — Είνε πολύ μακρυά; — Δεν είνε πολύ. Τέλος η Αϊμά μη δυνηθείσα να κατανικήση την επιμονήν του, απεφάσισε να τον ακολουθήση.

Οι απονεμηθέντες αυτώ υπό της μεσίτιδος έπαινοι δεν ήσαν κατ' ουδένα τρόπον υπερβολικοί. Είχε τράχηλον ηράκλειον, στήθος ευρύ, χαίτην στιλπνήν, κνήμην στρογγύλην, βλέμμα ακτινοβόλον, παρειάν στάζουσαν αίμα και φωνήν ομοιάζουσαν χρεμετισμόν· εφαίνετο δε και ικανώς ήμερος, ώστε αν δεν εφοβούμην παρεξήγησιν, ήθελον θωπεύση αυτόν επί του ώμου.

Να ομιλήση λοιπόν προς σε ως εξής περίπου, αφού θωπεύση την κόμην η οποία του υπολείπεται και υπομειδιάση το γλυκερόν και απαλόν μειδίαμα το οποίον συνειθίζει και μιμηθή την Αυτοθαΐδα την κωμικήν, την Μαλθάκην ή την Γλυκέραν εις την γλυκύτητα της φωνής• διότι το αρρενωπόν είνε αγροίκον και δεν αρμόζει εις τον αβρόν και εράσμιον ρήτορα. Θα είπη λοιπόν με πολλήν μετριοφροσύνην περί του εαυτού του.

Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Κ' εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκέφαλόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκέφαλόν να το ίδη. Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κ' έκαμε τρία βήματα διά να πλησιάση εις την κλίνην.

— «Όλο κοριτσούδια, το έρμοΤο παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς. Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν