United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαμά, πες της να πάη από κει πούρθε, υπέβαλεν η Δημητρούλα εις την μητέρα της· εμείς τον έχουμε για διώξιμο αύριο, και θα μας κουβαλά εδώ της ξαδέρφες του!... Η γραία ήτον συλλογισμένη.

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.

Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.

Η νεωστί ελθούσα εκράτει μικράν δέσμην, την οποίαν δεν είχεν ιδεί τέως η Γιάνναινα και η κόρη της, επειδή η ξένη την είχεν αποθέσει, κατά συγκυρίαν ίσως και χωρίς να ξέρη, ακριβώς πλησίον της κλειστής θύρας του Βαγγέλη. Είτα, όταν εκάθησεν εις το κατώφλιον, ετράβηξε την δέσμην ταύτην πλησιέστερον προς εαυτήν. Η Δημητρούλα είδε το κίνημα, κ' εψιθύρισεν εις την μητέρα της.

Εν τούτοις, ούτε αυτή, ούτε η Δημητρούλα, η κόρη της, ούτε η δύο νοικάρισσες, επίστευσαν εις την εξαδερφοσύνην της. Εγκατεστάθη μέσα εις το χαμόγειον του Βαγγέλη, και δεν έφυγεν ούτε την επιούσαν, ούτε την μεθεπομένην, ούτε την άλλην ημέραν. Πάντοτε έλεγε πως θα φύγη αύριον, και το αύριον δεν είχε ποτέ τελειωμόν.

Μαμά, κόττες έχει! είπεν η Δημητρούλα. — Α! ήρθες, βλέπω, με της κόττες σου, κυρά. Την ιδίαν στιγμήν εφάνη εις το σκότος και εις την ασθενή ανταύγειαν του νυσταλέου φανού του δρομίσκου η σκιερά μορφή του Βαγγέλη, εισελθόντος από την αυλόπορταν. — Α! καλώς σε ηύρα, εξάδερφε, εφώναξεν η ξένη, πάραυτα αναγνωρίσασα αυτόν.