United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελάχιστα μου απένειμε· και όταν είχε καταλληλοτάτην ευκαιρίαν να ομιλήση υπέρ εμού, ή απέφυγεν, ή ωμίλησε μετά πολλής επιφυλάξεως. ΟΚΤΑΒΙΑ. Ω μη πιστεύης εις όλα, φίλτατέ μου, ή μη παροργίζεσαι δι' όλα αν πρέπη να τα πιστεύης. Αν η ρήξις αύτη συμβή, ουδέποτε θα υπάρξη γυνή δυστυχεστέρα εμού, ισταμένη μεταξύ δύο αντιπάλων, και δεομένη υπέρ αμφοτέρων.

Κύττα και συ! διέκοψε κατά τας τελευταίας αιτήσεις η δεομένη την παράκλησιν, και σπεύδουσα να εξέλθη και πάλιν επιστρέφουσα. — Δεν βλέπω, παιδί μου! υπέλαβεν ο γέρων. — Νά! εκεί δα εκείνα τα δυο πανάκια. Αχ! . . . Θα πέση επάνω 'ςτο Μπούρτσι! Νά, ο καπετάν Βγενιός! πιστίλι, μούσκεμα! Δεν του το είπα του βλουημένου!; . . . Και σταυροκοπουμένη και γονυπετούσα εδέετο. — Παναγία μου!

Και έλαμπον τα μαύρα τα μάτια της από την χαράν και από την ελπίδα, και περιήρχετο τα εξωκκλήσια κατά τας εορτάς ξένοιαστος κ' ελευθέρα παθών και βασάνων, ανάπτουσα τας κανδήλας και δεομένη του Δεσπότου Χριστού, όστις φροντίζων εν τη απείρω αυτού αγαθότητι περί των πετεινών του ουρανού, τα οποία ούτε σπείρουσιν ούτε θερίζουσι, πολύ περισσότερον φροντίζει περί των ευσεβών και αγαθών θυγατέρων.

Αυτά δε και τα τρία εκτυπώματα, τα αργυρά και επίχρυσα, τα οποία τόσον πλουσίως εστόλιζαν την θαυματουργόν εικόνα, η Βγένα η καπετάνισσα τα παρήγγειλεν εις τον άριστον χρυσοχόον του χωρίου, τον Αποστόλην τον Χρυσοφόν, με τ' όνομα, όστις, κατ' απαίτησιν δεισιδαίμονα της Κυρά Βγένας, νύκτα μεσάνυκτα τα ειργάσθη, εις τρεις νύκτας συνεχείς, τόσας ώρας καθ' εκάστην δουλεύων αυτά όσον έφθανε να καώσι τα σαράντα κεράκια, όσα ήναπτεν εν τω οίκω της η Βγένα, η καπετάνισσα, γύρω-γύρωτον κοιτώνα της, εμπρόςτα εικονίσματα δεομένη εν συνοδεία μυστηριώδει του χρυσοχόου του γείτονος, του οποίου το μικρόν σφυρίον ηκούετο κρουόμενον επί του αργύρου, ως να εκράτει το ίσον εις τας δεήσεις της προσευχομένης γυναικός.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.