United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν μεν λοιπόν, καθώς προ ολίγου τώρα είπον, περιωρίζοντο εις το να με περιγελούν μόνον, καθώς λέγεις ότι περιγελούν εσένα, τούτο δεν θα μου ήτο διόλου δυσάρεστον, να περάσωμεν ολίγας ώρας εις το δικαστήριον με αστεϊσμούς και περιγελάσματα· αν όμως λάβουν το πράγμα υπό σπουδαίαν έποψιν, τούτο πλέον ποίον τέλος θα έχη είναι άδηλον εις τον κάθε ένα εκτός από σας τους μάντεις. Ευθύφρων.

Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ' έπαυε ν' ανταλλάσση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπάρμπα-Στεφανήν, στρεφομένος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε·Να, γι' αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιο σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά·Κη τι πάθαμε με τ' δύναμ' τ' Θεού; απήντα η παπαδιά, ήτις κατά βάθος πολύ ανησύχει με αυτό το παράτολμον ταξείδιον.

Και συγχρόνως έστρεψε το όπλον εναντίον του στήθους του ενωμοτάρχου. Ο Παπαθεοδωρακόπουλος απέμεινεν έκπληκτος. Μόλις τόρα ενόει οποίον κλονισμόν επέφεραν οι λόγοι του εις την ψυχήν του γέροντος και πού ηδύνατο να φθάση αυτή του η παραφορά. Εγνώρισε μόνος του τόρα ότι δεν επεδέχετο πλέον αστεϊσμούς η συζήτησις κ' εσκέφθη διά μαλακού τρόπου ν' αποφύγη την σύγκρισιν.

Ήτο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι τι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων. — Γεια σου, Αράπη! του εφώναζαν εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής. Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς: — Δεν πας να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

Διότι αν αφαιρέση κανείς από τα συμπόσια τους αστεϊσμούς τούτους, τα γελάσματα και τα σκώμματα, τα πειράγματα και τας αστειότητας, το υπολειπόμενον είνε μέθη και κόρος και σιωπή, πράγματα κατηφή και χωρίς τέρψιν, τα οποία ελάχιστα αρμόζουν εις συμπόσιον.

Ήτο αγαθώτατος άνθρωπος, αγαπών τους αστεϊσμούς και συντελών διά της ζωηρότητός του εις την επίσπευσιν της μεταξύ των συνεπιβατών του ενάρξεως φιλικών σχέσεων. Με είχε λάβει υπό την προστασίαν του ευθύς εξ αρχής και με μετεχειρίζετο ως αρχαίος οικογενειακός φίλος.

Καίτοι δυνάμενοι τα πάντα ελευθέρως να λέγωσιν, ώφειλον όμως φυσικώ τω λόγω να προσέχωσιν, όπως μη προσκρούσωσιν, όπου ήτο κίνδυνος να παροργίσωσι τους κυρίους αυτών, και να υποκρύπτωσιν υπό αστεϊσμούς την ελευθεροστομίαν. Προς τούτο ανεμίγνυον πιθανώς εις τους λόγους αυτών ρητά ή στίχους εξ ασμάτων γνωστών, όπως κολάσωσιν ή καλύψωσι την δριμύτητα των απαντήσεων αυτών.

Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής. — Ομιλείς σπουδαία; — Βέβαια. — Λέγε λοιπόν καθαρά τότε. — Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι. — Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη; — Ναι. — Από πού λοιπόν το έμαθες; — Σοι είπα, από τον Πάπαν. Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως.

Εγώ μόνον βοήθειαν εζήτησα. — Είναι 'δική σου; — Είναι 'δική μου, κόρη μου. Δεν ειμπορώ ν' αποχωρισθώ απ' αυτήν. — Ετρελλάθης, γέρο! — Σας λέγω, είναι κόρη μου, επέμεινεν ο Βράγγης, μεταμεληθείς ότι δεν διηγήθη εξ αρχής τον μύθον τούτον. — Μη αστεϊσμούς, γέρο! είπεν αυστηρώς ο πρώτος των ιππέων. Δος την μικράν, και τράβα! — Αλλ' είναι 'δική μου, κύριε!