United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαινε να ζήσης μαζύ της μέσ' το πανένιο σπήτι της! Πήγαινε να φας την πήτα που ψήνει κάτω από τη στάχτη, και να πίης το ξυνισμένο γάλα των προβάτων της! Φίλησε τα μελανά μάγουλά της, και ξέχασέ με!» Ο Τετράρχης δεν ήκουε πλέον. Παρετήρει το κατώφλιον μιας οικίας όπου ίστατο μία νεάνις και μία γραία κρατούσα έν σκιάδιον με λαβήν καλάμου μακρόν ως κάλαμον αλιέως.

Ολίγον απωτέρω, όπισθεν των λοιπών Αποστόλων, υπάρχουσι τέσσαρες ή πέντε γυναίκες, άλλαι πεζαί, άλλαι επί ημιόνων, μεταξύ των οποίων, καίτοι καλυπτραφορουσών εν μέρει, τινές αναγνωρίζουσι την ποτέ πλουσίαν και εκλελυμένην, νυν δε μετανοούσαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν και την Σαλώμην, την γυναίκα του αλιέως Ζεβεδαίου· και άλλην ανωτέρας θέσεως και πλούτου, την Ιωάνναν, την γυναίκα, πιθανώς την χήραν, του Χονζά, του επιτρόπου Ηρώδου του Αντίπα.

Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του αλιέως τις ήτο: — Από το Προμύρι!

Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο ακίνητος. — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ- Δημάκης, Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.

Είδεν εις το πρόσωπον του αλιέως εκείνου όχι αρχιερέα, επιτήδειον εις τας τελετάς των τύπων, αλλ' απλούν μάρτυρα, πρεσβύτην λίαν αξιοσέβαστον, όστις ήρχετο μακρόθεν διά να κηρύξη μίαν αλήθειαν.

Η Σπηλιά, η θαλασσόπληκτος, έχει διπλήν είσοδον, εκ τε της ξηράς και της θαλάσσης. Προς την θάλασσαν, το στόμιόν της χαμηλόν και στενόν, όσον διά να διέλθη μικρή βάρκα αλιέως. Η Φραγκογιαννού, αόρατος από το μέρος της ξηράς, ήκουε τον υπόκωφον, επίμονον παφλασμόν του κύματος εις το στόμιον του άντρου.

Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον πλεκτάνην.