Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό! Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις εκείνη: ξ ε κ ά μ ν ω! Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;

Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. 400 Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος.

Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχηέμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση. Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.

Ο Καλίφης έμεινε θαυμασμένος διά την σταθερότητα του Αμπτούλ, και δεν έλειψε να τον παρακινήση να βγάλη από την φαντασίαν του αυτόν τον στοχασμόν τον ανωφελή και άλλα παρόμοια.

Ο Σβεν κούνησε τΟ κεφάλι κ' έμεινε στη θέση του. — Μα γιατί; — Περιμένω τη μαμά, είπε ο μικρός αδερφός με μεγάλη σταθερότητα. — Μα ξέρεις πως η μαμά θα βγη έξω πολύ αργότερα. Η μαμά δεν είναι τόσο καλά, όπως πριν, και πρέπει να μένη αργά στο κρεββάτι, γιατί δεν κοιμάται τη νύχτα.

Και αυτοί τον επληροφόρησαν δι' όσα του συνέβησαν και ότι επρόσμεναν το Τελώνιον. Τότε και ο τρίτος γέρων με την γνώμην των άλλων έμεινε να ιδή το αποβησόμενον.

Αλλά ταύτα ερρίπτοντο συνήθως εις το ρεύμα της Φούλδας. Ούτω εσώζετο η τιμή των Μοναστηρίων και επαχύνοντο οι ιχθύες. Το νέον ζεύγος, άμα έμεινε μόνον, γνωρίζων πόσον πολύτιμος είναι ο χρόνος, ανύψωσε τας χειρίδας των ράσων και ήρξατο αμέσως της εργασίας, της αντιγραφής δηλ. των επιστολών του Αγίου Παύλου.

Ο Γρηγόριος πάλι έμεινε στην Αθήνα διδάσκαλος κι αυτός της ρητορικής. Δεν έμειναν όμως μήτ' ο ένας μήτ' ο άλλος πολύν καιρόν σ' αυτά τα στάδια. Πολύ χριστιανικός όντας κι από χριστιανική φαμελιά ο Βασίλειος, έννοιωθε πάντα κάτι μέσα του που τονέ σκουντούσε ναφιερωθή στη θρησκεία.

Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.

Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος, τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην. Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον. Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν