United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Είπε και αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, όπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, σιμάτην πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 βωμός, οπού θυσίαζανταις νύμφαις οι διαβάταις,— εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν, οπόταν να ξεχωρισθήτα μέγαρά μου αρχίση η ορμή του Άρη ανάμεσαεμάς και τους μνηστήραις• αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270 σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις• εμ' έπειτα ο χοιροβοσκόςτην πόλι θα οδηγήση παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη. κ' εάν εμέτο σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν, τον πόνο κλείετην ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275 και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτάτον δρόμο, ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε. μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι• ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280 κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη, σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης, τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονταιτα μέγαρά μας, όλα σήκωσε, καιτο απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285 θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις, όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν• θα ειπής•τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγητην Τρωάδα, και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290 και άλλο τι μεγαλήτεροτον νου μου 'βαλε ο Δίας• μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη, και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.— πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295 και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνονεμάς τους δύο ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας. κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300 να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας, μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος, μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη. αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305 τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη, ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».