United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων βλέποντάς την έτσι αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη, λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και στοχαστική, να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να γυρίση εις την καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ δεν φανή να έλθη τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν ολούθεν.

Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και εστάθηκαν ολούθεν αναμμένες λαμπάδες· και η πλέον μεγάλη φωτοχυσία εστάθη εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον, και εκεί που εστεκόμουν με τον ευνούχον, ακούομεν να ανοίγη η πόρτα της στράτας, και βλέπω να παρουσιάζεται έμπροσθέν μου η Καλεκάρη. Εις τέτοιαν θεωρίαν εστάθη μέγας ο θαυμασμός μου, και άρχισα να τρίβω τα μάτιά μου μήπως και επλανώμουν.

Εις ταις ταραχαίς εκείναις, Έφθασεν εις τα Νησία Του σεισμού η πολλή βία Με τρομάρα της καρδιάς. Φόβοι, τρόμοι εις την γην μας Και φωτίαις τριγυρίζουν, Απ' ολούθεν φοβερίζουν Τα μνημεία ν' ανοιχθούν· Νύχτα ημέρα τρέχουν δάκρυα Και τον ουρανόν σκοτίζουν Στεναγμοί οπού καπνίζουν Κη ωσάν νέφαλα οργούν. Άρματα πολλά ετοιμάζουν Και σπαθία και φωτίαις Με ορμαίς πολλά δριμείαις Της Ζακύνθου οι λαοί·

Είπε και αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, όπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, σιμάτην πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 βωμός, οπού θυσίαζανταις νύμφαις οι διαβάταις,— εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•

Να ιδώ παιδιά, να ιδώ παιδιά το φλάμπουρο κ' εγώ Της λευθεριάς ολούθεν να λάμψη να χαρώ. Βουνά 'ψηλά, βουνά 'ψηλά, λαγκάδια και βυθούς Πηδάτε, απερνάτε, φονεύστε τους εχθρούς. Ποτάμια το αίμα των τυράννων ας τρέξη Την γην μας ας βρέξη, χωρίς πόνον καρδιάς. Ο Μαρτελάος μετήρχετο τον διδάσκαλον της ελληνικής και της φιλοσοφίας επιτυχώς.

Η εξακουστή Γαλλία Δεν βαστά την τυραννίαν, Μα με αιματοχυσίαν Αποκτά ελευθερίαν. Καθώς είνε ανδρειωμένη Το καλόν τούτο σκορπίζει Και ολούθεν το χαρίζει Όθεν βλέπει αδικιάν. Εις ημάς τους απογόνους Όσον είδετε χαμμένον, Ιδού τώρ' αποκτημένον Από χείρα δυνατήν· Ένας στρατηγός ανδρείος Πέμπεται οχ την Γαλλίαν, Πίπτει εις την Ιταλίαν Κάμνει θόρυβον πολύν.