United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδυνή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Κι ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' ανεβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα, σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.

Είπε και αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, όπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, σιμάτην πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 βωμός, οπού θυσίαζανταις νύμφαις οι διαβάταις,— εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•