United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακολουθώντας την ομιλίαν ο βεζύρης, άκουσε, αγαπητή μου Χαλιμά, της λέγει· αυτός ο πραγματευτής είχε πενήντα όρνιθες και ένα πετεινόν, και εις φύλαξιν αυτών ένα σκύλλον· τότε βλέπει ο πραγματευτής τον σκύλλον, και τρέχει κυνηγώντας τον πετεινόν, και του λέγει ο σκύλλος· ξεδιάντροπε πετεινέ, δεν βλέπεις ότι ο αυθέντης μας είναι εις μεγάλην λύπην και κινδυνεύει να χάση την ζωήν του, διά την γυναίκα του την κυράν μας, οπού του ζητεί να της φανερώση ένα μυστικόν τέτοιον, οπού κινδυνεύει η ζωή του, και όλοι οι δούλοι του σπιτιού είμεθα εις μεγάλην λύπην, ότι ο θάνατος του αυθέντου μας είναι η δυστυχία μας, και συ χωρίς να στοχασθής τίποτε χαίρεσαι και καβαλικεύεις τις όρνιθές σου με τόσην αδιαντροπιάν; Απεκρίθη ο πετεινός εις τους ονειδισμούς του σκύλλου, και λέγει του· να σου ειπώ, ο αυθέντης μας, ως φαίνεται, έχει ολίγην γνώσιν να λυπήται τόσον, και να μην ημπορή να κρατή εις την υποταγήν του μίαν γυναίκα· και εγώ που έχω πενήντα, όλες τις κρατώ εις τέτοιαν υποταγήν, οπού ό,τι να τους ειπώ ευθύς με υπακούουν, και κάνουν το θέλημά μου· και αυτός έχει μίαν, και δεν ηξεύρει να την σωφρονίση; Λέγει ο σκύλλος· και τι θέλεις να της κάμη διά να σιωπήση; Άκουσε, φίλε σκύλλε, λέγει ο πετεινός· Έπρεπεν ο αυθέντης να κλεισθή μαζί της εις το ίδιον σπίτι, ύστερα να πιάση ένα ξύλον να της δώση ένα καλόν ράβδισμα και τότε θέλεις ιδεί πώς του υποτάσσεται.

Αλλά να τη χαίρεσαι αυτήν που παίρνεις• είνε ένα σκιάχτρο. Την είδα εις τα τελευταία θεσμοφόρια με τη μητέρα της• και πού να ξέρω τότε η κακομοίρα ότι εξ αιτίας της θα έχανα τον Πάμφιλον; Δεν θέλω να σ' την κατηγορήσω και να σε λυπήσω, αλλά φαίνεται ότι δεν την επρόσεξες, αλλοιώτικα θα έβλεπες ότι τα μάτια της είνε πάρα πολύ γαλανά και αλλοίθωρα.

Για να φανή αφτό, για να το μάθη, για να το μάθω, έπρεπε νάρθη τίποτις ξαφνικά να μας φέρη την αλήθεια. Εκεί που κάθεσαι τη νύχτα και γράφεις, και περνούν οι ώρες και το ξεχνάς, και χαίρεσαι την ησυχία και θαρρείς πως θα τελείωσης προτού ξημερώση, άξαφνα, στη μοναξιά, αρχίζουν τα πουλιά να κελαϊδούν και βλέπεις το σκοτάδι που ασπρίζει.

Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας• «Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες! αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455 αφούτην ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης, τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».

Τρέχα! Εγώ πηγαίνω να τα 'πώ με τον γαμβρόν μου. Τρέχα· τρέχα, και ήλθεν ο γαμβρός. Τρέχα ευθύς, σου λέγω! Ο κοιτών της Ιουλιέτας. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία! Αι, κυρία μου· ακούεις; Ιουλιέτα! — Κοιμάται τώρα ‘ς τα βαθειά. — Αρνάκι μου· κυρία! Ω ακαμάτρα, εντροπή! Αγάπη μου, θ' ακούσης; Κυρία μου· καρδούλα μου· εσύ, γλυκειά μου νύμφη! Τι; ούτε λέξιν; Βέβαια, τον χαίρεσαι τον ύπνον. Καλοκοιμήσου!

Δεν είν' αλήθεια, Μανώλη. Εγώ σου τήνε χαρίζω, φίλε μου, και να τήνε χαίρεσαι. — Αλήθεια; είπεν ο Μανώλης με παιδικήν χαράν. — Αλήθεια κι' άλλη φορά να μην πιστεύγης ό,τι σου λένε. Παραδώσας δε εις τον Μανώλην τον πασαλήν, τον εκαλονύκτισε και απεμακρύνθη αταράχως, ως να μη είχε συμβή τίποτε. — Πότε διάολο μ' έβαλε κάτω κ' επήρε μου και το μαχαίρι! εσκέπτετο θαυμάζων ο Μανώλης.

Και δεν το χαίρεσαι; τον έκοψε ο Αριστόδημος με παιδιάτικη χαρά· αύριο θα το εύρουμε καλλιεργημένο· θα θερίσουμε έτοιμα. Και για να πάψη κάθε τέτοια κουβέντα σηκώθηκε από το κάθισμά του, έκαμε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο, δυνατά και χτυπητά, λες κ' ήθελε να δοκιμάση τη δύναμη του. Έπειτα γύρισε στη βιβλιοθήκη και στύλωσε τα μάτια του στα βιβλία.

Τι ζητείς δι' αυτόν συ ο κήρυξ; ΕΡΜ. Δόσε δύο τάλαντα. ΑΓΟΡ. Τον αγόρασα εις αυτήν την τιμήν, αλλά τα χρήματα θα τα πληρώσω αργότερα. ΕΡΜ. Το όνομά σου; ΑΓΟΡ. Δίων ο Συρακούσιος . ΕΡΜ. Να τον χαίρεσαι. Έλα τώρα συ ο Επικούρειος. Ποιος τον θέλει αυτόν; Είνε μαθητής εκείνου που γελά και του άλλου του μεθυσμένου, τους οποίους προ ολίγου είχαμεν εκθέση εις δημοπρασίαν.

Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!

Αλλά τώρα ότε η Ζερβούδαινα του παρέστησε το πράγμα ως ελάττωμα και ασχημίαν, ήρχισε να σκέπτεται και να ενδοιάζη. Μήπως τωόντι ήτο ελάττωμα; Αλλ' αφού εις αυτόν εφαίνετο ωραίον; — Εμένα μ' αρέσει, επέμεινεν ο Μανώλης. — Αι, να τήνε πάρης, παιδί μου, να τήνε χαίρεσαι, είπε με συγκρατούμενον πείσμα η Καλιώ. Να χαίρεσαι τα μουστάκια τση και τη μαυρική τση.