United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν γύριζα εδώ μέσα και συλλογιζόμουνα πως θα πέθαινα και θα πήγαινα κοντά στο Σβεν και το συλλογιζόμουν αυτό έτσι, ώστε να νομίζω πως μου έφευγες και συ κι όλα μου φεύγανε κ' η γις έμενε άδεια κ' έρημηείχα τόσον τρόμο, τόσο φοβερόν τρόμο. Γιατί πίστευα πως θαρχόμουνα στην ανάγκη να το κάμω μόνη μου. Αυτό είτανε το χειρότερο απ' όλα. Μα τώρα ξέρω πως δε θα χρειαστή να το κάμω ποτέ.

Συλλογιζόμουνα τα σκληρά λόγια : «Κατηραμένη η γη ένεκα σού». Το αίστημα εκείνου που είχα και κείνου που έβλεπα μου είταν τόσο δυνατό, ώστε φοβόμουνα να μιλήσω, για να μην προδώσω τη συγκίνησή μου με δάκρυα. Και προσπαθούσα να κρατήσω κιόλας τους συλλογισμούς μου να μην πάρουν τη μορφή του λόγου, για να μη φανώ αιστηματικός στη γυναίκα μου. Τέλος πήρα τη Γραφή και την έβαλα στην άκρη.

Ό,τι χώνεψα όλη μου τη ζωή, ζωντάνευε τώρα μέσα μου και μου στεκότανε μολύβι στο στομάχι Ψαρεύοντας με τη φελούκα στ' ακρογιάλια, ναπαντήσω το ψωμί μουτι να σου κάνουνε δώδεκα δραχμές σύνταξι; — αυτά συλλογιζόμουνα ολημέρα. Δε μ' έφτανε η κακομοιριά του κόσμου· είχα και την γκρίνια της γυναίκας μου. Μια ζωήν ολάκερη ζήσαμε αντάμα. Λόγο κακό δεν της είπα. Όσο της κουβαλούσα καλή ήτανε κι' αυτή.

Όσο περσότερο τα συλλογιζόμουνα, τόσο πιθανότερο μου φαινότανε πως είχα τώρα βρει εκείνο που θα ξανάνοιγε της γυναικός μου το δρόμο της ζωής.

Ζύγωσα κι' άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κ' έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά, τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω. — Γιατί με κλωτσάς, Μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.

Μόνο που το συλλογιζόμουνα και τρέμαν τα φυλλοκάρδια μου. Και σα γύριζε καμμιά και με γλυκοκύτταζε, ανάμεσα στα περιστέρια, μαρμάρωνα στα πόδια μου: Ανοίξανε τα ουράνια! καπετάν Λαλεχό! έλεγα μέσα μου... Χαμένες κουβέντες. Τι να πης να περάση η ώρα!... Και άφινε πάλι τις τρίχες του μουστακιού του ο καπετάν Λαλεχός κι' άρχιζε να στρήβη τις αλογότριχες. Η Ουρανίτσα άκουγε και δεν άκουγε.

Έγραφα, έγραφα. Και θυμήθηκα πως είχα τρέξει σα δαιμονισμένος με το αμάξι, με την ιδέα πως το παιδί μου είτανε πεθαμένο. Μα δε συλλογιζόμουνα πια το παιδί μου. Συλλογιζόμουνα εκείνη, εκείνη που έπρεπε να είμαι όλος δικός της αν είτανε δυνατό να έμενε μαζί μου, αν το αφάνταστο γινότανε πραγματικότητα, αν πέθαινε ο Σβεν.

Πάντα ξαναέλεγα τα λόγια της, πάντα τάκουγα ναντηχούνε σταυτιά μου κι όσο περσότερο τα συλλογιζόμουνα, τόσο περσότερο βεβαιωνόμουν πως πάλευε αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της αγάπης της σε με και τα παιδιά, που της πρόσταζε να ζήση.

Ω, δεν ξέρεις, πόσο ευτυχισμένη μ' έκαμες! Αυτό το βράδι κάθησα αργά κ' έκαμα ό,τι δεν είχα κάμει συχνά όλο αυτό το καλοκαίρι. Συλλογιζόμουνα την Έλσα και με. Αδιάκοπα πρόβαλε ο στοχασμός: γιατί να με ρωτήση αν της επιτρέπω να πιστεύη στο θεό και να προσεύχεται.

Η προτητερινή ομιλία μας και κείνο, που έβλεπα τώρα, σμίξανε τόσο παράξενα και γίναν ένα στα αίστημά μου και θυμήθηκα τα λόγια που γίνανε αφορμή της σύντομης ομιλίας μας. Πολλή ώρα καθισμένος εκεί συλλογιζόμουνα εκείνο που ήθελα να πω.