United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλοί σας γενεές θνητών, πως η ζωή σας τίποτε, τίποτε δεν αξίζει! Ποιος τάχα, ποιος θε να ’ν’ αυτός ο ζηλεμένος ο θνητός,που πιότερη ευτυχία φέρει παρ’ όσηνε χρειάζεται ευτυχισμένος να φανή, κι έπειτα στην κακομοιριά να πέση; Τη δική σου πέρνοντας εγώ παράδειγμα την τύχην, δυστυχισμένε Οιδίπου, κανέναν δεν καλοτυχίζω. Αντιστροφή α΄

Αυτά είναι πούβλεπε ο Χρυσόστομος πλάγι πλάγι με την κακομοιριά και με τη φτώχεια, και πήγε να γίνη «Κοινωνιστής»! Αυτά είναι που κάμποσοι ξένοι μας ψεγαδιάσανε, σάματις δεν τάχουν απαράλλαχτα μπρος στα μάτια τους, κι αντάρα Κοινωνιστάδες από το Χρυσόστομο πολύ φοβερώτερους. Μα έβλεπε κι άλλα σαν τα τωρινά μας ο Ιεράρχης! Έβλεπε λόγου χάρη τα θεάματα και τα παρασκήνια, σωστά παρισιάνικα.

Σαυτή τη ψυχική μου κατάσταση, κείνη π' αγαπούσα μου φαινόταν σαν απομακρυσμένη και κείνη πούμενε με τόνομά της ήτο μια άγνωστη, ένα κατάντημα αγνώριστο κιαξιολύπητο του παλαιού Βαγγελιού. Τι σχέση λοιπόν είχα μαυτή την άγνωστη, που με την κακομοιριά της στάθηκε, σαν εμπόδιο, στο δρόμο των εφηβικώ μου ονείρων;

Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά. Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυνηγούμε!

Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω.

Σου το είπα όμως και άλλαις φοραίς. Όπου κακομοιριά εκεί και ατυχία. Έπειτα εσύ διαβάζεις βιβλία. Δεν ξεύρεις ότι «κακομοίρης» θα πη άτυχος; Το βέβαιον όμως είνε, ετελείωσεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, ότι αν ο Σπύρος επήγαινεν από μικρός σε κανένα Μοναστήρι, μπορούσε σήμερα να είνε κάτι τι.

Ό,τι χώνεψα όλη μου τη ζωή, ζωντάνευε τώρα μέσα μου και μου στεκότανε μολύβι στο στομάχι Ψαρεύοντας με τη φελούκα στ' ακρογιάλια, ναπαντήσω το ψωμί μουτι να σου κάνουνε δώδεκα δραχμές σύνταξι; — αυτά συλλογιζόμουνα ολημέρα. Δε μ' έφτανε η κακομοιριά του κόσμου· είχα και την γκρίνια της γυναίκας μου. Μια ζωήν ολάκερη ζήσαμε αντάμα. Λόγο κακό δεν της είπα. Όσο της κουβαλούσα καλή ήτανε κι' αυτή.

ΠΕΤ. Επειδή αρχίζει να ξημερώνη, ας πάμε πίσω στο σπίτι μας• κι' άλλη φορά βλέπεις και άλλων πλουσίων την κακομοιριά. Φίλων και Λυκίνος.

Και μόνον εις τον σεσαθρωμένον της Μιλάχρως οίκον αγρυπνεί η δυστυχία και η κακομοιριά, ως να μη δύναται ούτε μίαν ημέραν ολόκληρον να καταυλισθή κ' εδώ η ευτυχία, και διαρρέει, νομίζεις, ως ύδωρ από τας οπάς και τας χασμάδας των τοίχων και των θυρίδων του χαλάσματος εκείνου. — Ο σερσέμης! υβρίζει η Μιλάχρω. Κ' ενίοτε αποτεινομένη μετά παραπόνου λέγει προς τον Μπάρμπα- Δήμαρχον.

Τον κυνηγά και η κακοτυχία. Δεν είνε μονάχη η κακομοιριά. — Μα δεν ξέρεις, κορίτσι μου, ότι όπου κακομοιριά, εκεί και κακοτυχία; . . .