United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρισε δεξά κατά τη γειτονική την εξοχή, και πρι να τη μυριστή άνθρωπος χάθηκε μες σε ρουμάνια και πίσω από δέντρα. Ανέβαινε τανηφορικά μονοπάτια σαν τη λωλή. Λες και στο κορφοβούνι γύρευε να σκαλώση, ναγναντέψη τον κόσμο περίγυρα, και να τονε φτύση με στόμα φαρμακωμένο. Τέτοια λύσσα έβραζε μέσα της.

Διαολοσπορές! είπε ο Χαγάνος, σφαλώντας με θυμό το παραθύρι του. Το σπιτάκι της Ελπίδας ήταν ψηλά στο κορφοβούνι. Καθώς ήταν μικρό και χορταριασμένο έμοιαζε με Βυζαντινό ερημοκκλήσι. Πότε τα σύγνεφα το τύλιγαν στις μελαψές τουλούπες τους, πότε ο ήλιος στα χρυσά του δίχτυα.

Είναι σιμά μεσάνυχτα. Χιόνι πυκνό κι' αγέρας... Το κορφοβούνι περπατεί. Κι' αυτό το έρμο δάσος Ακόμα να μη φαίνεται, να μη μαυρίζη ακόμα; Κάποτε ακούει φουρφούλισμα κλαριού και λέει πώς τωύρε Παρέκει βλέπει ένα κλαρί, κι' άλλα παρέκει ακόμα, Κι' όσο που πάει πληθαίνουνε, ως που είδε ακέρηο δάσος.

Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια.

Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές τον ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κόρφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης.

Έπεσε τότε αχώντας, και πλήγωσε βαθιά βαθιά κάθε Αχαιού τα σπλάχνα. Πώς λέοντας μαχονικάει κάπρι στεριοδοντάτοσαν πολεμούν περήφανα σ' ολόρθο κορφοβούνι για μια πηγούλα, τι διψούν και θεν κι' οι διο να πιούνε825 και το σπαράζει, ενώ φυσάει και μάχεται ως στο τέλος· έτσι με τ' όπλο από κοντά και το Δαρδανοφάγο γιο του Μενοίτη ο Έχτορας έστρωσε εκεί στο χώμα.

Να βρη ποτάμι να πνιγή, να βρη γκρεμό να πέση, Κι’ εκεί που γοργοπήγαινε κι’ όλο μπροστά τραβούσεν, Ο δρόμος τον ετράβησε σ’ έν’ άγριο κορφοβούνι, Πούχε γκρεμούς και βάραθρα και τρόχαλα και σάρες Και τη στιγμήν όπου έσκυψε στην άβυσσο να πέση, Μι’ αναμαλιάρα Γύφτισσα τον άρπαξε από πίσω.... Την είδε κι’ ανατρόμαξε και πάγωσε η καρδιά του Από τον φόβο τον πολύ και την πολλή τρομάρα.... Είταν ψηλή σαν ξέρακας, σκεβρή και κοκκαλιάρα, Στεγνή, κακογεράματη, με μάτια βυθισμένα Μέσα σε κόχες βαθουλές, σα φωλιασμένα φείδια, Φλογέρες τα ποδάρια της, τα χέρια της περόνια, Φτωχοντυμένη, σκυθρωπή, με στόμα αραχνιασμένο.

Στερνά οχ τη θήκη του άδραξε το γονικό κοντάρι, βαρύ μεγάλο δυνατόάλλος αφτό να παίξει δε μπόραε, μόνος κάτεχε ναν τ' ανεμίζει εκείνος, ζαγόριο φράξο πούκοψε ψηλά απ' το κορφοβούνι 390 για τον Πηλέα ο Χείρονας αρματωλών ρημάχτρι.

Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονταιτους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.

Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών οπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.