United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήδη από της αρχής του θεάματος, ο Καίσαρ είχε φανή εις το μέσον του λαού, επί λαμπρού τεθρίππου με λευκούς ίππους. Έφερεν ένδυμα αμαξηλάτου με πράσινον χρώμα, ως εσυνηθίζετο εν τη αυλή του. Άλλα άρματα ηκολούθουν πλήρη αυλικών με ενδύματα μεγαλοπρεπή. Συγκλητικοί, ιερείς, μουσικοί μετημφιεσμένοι εις ζώα και εις σατύρους έπαιζον κιθάρας, άρπας, οξυαύλους και κέρατα.

«Έτσι, είπαν μέσα τους, μια υπερφυσική μουσική εσκέπαζε το καράβι του Αγίου Βρεντάν όταν αρμένιζε κοντά στα Νησιά της Τύχης απάνω σε μια θάλασσα άσπρη όπως το γάλα». Πήραν τα κουπιά και τράβηξαν γρήγωρα για να φθάσουν τη βάρκα, που πήγαινε στην τύχη και τίποτα δε φαινότανε να ζη μέσα εκτός από τη φωνή της άρπας.

Τριστάνε, λέει η Βασίλισσα, δεν παρασταίνουν οι θαλασσινοί πως ο πύργος του Τινταγκέλ είναι στοιχειωμένος, κι' ότι με μάγια δυο φορές το χρόνο, το χειμώνα και το καλοκαίρι, χάνεται και φεύγει από τα μάτια; Τώρα έχει χαθή. Αυτός δεν είναι ο θαυμάσιος κήπος για τον οποίο μιλάνε τα τραγούδια της άρπας; τοίχος από αέρα τον κλείνει απ' όλες της μεριές. Δέντρα ανθισμένα, χώμα που μυρίζει μαγευτικά.

Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκετην κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησετην γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».

Το πτέρωμα το βέβηλον του ρωμαϊκού αετού εσκίαζεν ήδη την Ιεράν Πόλιν· αλλά δεσπόζων των τειχών της, ήστραπτεν ακόμη ο μέγας Ναός, με τας χρυσάς στέγας του και τας μαρμαρίνους κιονοστοιχίας του, και ήτο ακόμη η Ιερουσαλήμ την οποίαν έψαλλεν ο Δαυίδ ο Βασιλεύς, και διά την οποίαν ελαχτάριζαν με τόσον πόνον οι εξόριστοι, παρά τα ύδατα της Βαβυλώνος, όταν έλαβον τας άρπας των από τας ιτέας διά να τονίσουν το θρηνώδες άσμα των.

Η φωνή τους και η φωνή της άρπας μπαίνουν μέσ' την καρδιά των ανθρώπων, ξυπνάνε της πειο αγαπημένες τους αναμνήσεις, και τους κάνουν να ξεχνάνε τόσες και τόσες λύπες και ατυχίες. Για χαρά μας μεγάλη ήλθες εδώ σπήτι μας. Μείνε πολύν καιρό κοντά μου, φίλε! — Ευχαρίστως, θα σας υπηρετήσω, Μεγαλειότατε, ως αρπιστής, ως κυνηγός, και ως υποτελής». Έτσι και έκαμε.

Εκεί όλο μ' έβιαζε συχνά πόθος βαθύς να σύρω, και κόρη αφού στεφανωθώ, νυφούλα ταιριασμένη, μ' αφτή το βιος να χαίρουμαι που σώριασε ο Πηλέας. 400 Τι δε μ' αξίζουν την ψυχή εμένα μήτε κι' όσους πλούσια χώρα θησαβρούς λεν είχε του Πριάμου πριν έρθουν τ' Άργους τα παιδιά, στα χρόνια της ειρήνης, μήτε όσα στη βραχότοπη Πυθό λεν μέσα κλείνει τ' Απόλλου του προφυλαχτή το μαρμαροκατώφλι. 405 Γιατί τ' αρπάς τα πρόβατα και τραχηλάτα βόδια, τριπόδια ακάπνιστα αποχτάς και ξανθοκέφαλα άτια, μα αθρώπου πίσω την ψυχή μήτε αρπαγή τη φέρνει μήτε και χρήμα, αν μια φορά διαβεί τον δοντοφράχτη· Τι η μάννα μου η λεφκόποδη θεά μού λέει, η Θέτη, 410 πως τύχες διο λογιών με παν στο τέλος του θανάτου· ανίσως μένω γύρω εδώ και πολεμάω το κάστρο, πάει δε θα δω πια γυρισμό, μα αιώνια θάχω δόξα· μα αν ξαναπάω στο σπίτι μου, στη λατρεφτή πατρίδα, μούναι χαμένη η δόξα μου, μα μακρινή η ζωή μου. 415 Μάλιστα συβουλέβω εγώ και τους λοιπούς σας, πρύμη 417 να βάλτε για τον τόπο σας, τι πια άκρη δε θα βρείτε της Τριάς· γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου της έβαλε του Κρόνου ο γιος, και θάρρεψε ο λαός της. 420 Μον σύρτε οι διο σας τ' όχι μου στους αρχηγούς να πείτε, Δυσσέα κι' Αία, τι είναι αφτό των προεστών το χρέος, ξανά για να συλλογιστούν, κι' άλλη να βρούνε τέχνη που ναν τους σώσει οχ του φιδιού το στόμα τα καράβια και το στρατό, τι τώρα αφτή δε γίνεται, ας το ξέρουν. 425 Μα ο Φοίνικας ας μείνει εδώ να κοιμηθεί μαζί μας, 427 κι' αντάμα πιάνουμε κουπί για τη γλυκιά πατρίδα άβριο... αν το θέλει· στανικά δε θέλω ναν τον πάρω