Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.

Μετά την δε τροπήν ταύτην οι Πελοποννήσιοι κατέφυγαν πρώτον προς την ποταμόν Μείδιον και ύστερον εις την Άβυδον. Μέχρι τότε οι Αθηναίοι εφοβούντο το ναυτικόν των Πελοποννησίων, τόσον ένεκα των αλλεπαλλήλων δυστυχημάτων των, όσον ένεκα της εν τη Σικελία συμφοράς· απ' εκείνης δε της στιγμής έπαυσαν να αιτιώνται εαυτούς και να νομίζουν τους Πελοποννησίους ως έχοντας υπεροχήν τινα κατά θάλασσαν.

Αν όμως κανέν δεν ετέθη καλώς, ίσως το περισσότερον μέρος του αποτελείται από αρμόδια χρώματα και όμοια, αφού είναι εικών, έχει όμως και κανέν ανάρμοστον, εξ αιτίας του οποίου δεν είναι καλόν ουδέ καλώς κατασκευασμένον το όνομα. Δέχεσαι κατ' αυτόν τον τρόπον ή αλλέως; Κρατύλος. Νομίζω, Σωκράτη μου, ότι δεν πρέπει να φιλονικούμεν τόσον πολύ.

Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,

Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είνε να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχωνται να παρασταθούν φίλου των εις μονομαχίαν.

Εις εμέ τουλάχιστον βεβαίως φαινόμεθα ότι κάτι λέγομεν, πώς όμως δεν ενοήσαμεν ότι καταντήσαμεν εις αυτό το σημείον, εγώ δεν το εννοώ τόσον καλά. Ξένος. Πρόσεξε λοιπόν καλλίτερα, εάν είναι δίκαιον, αφού παραδεχόμεθα αυτά, να μας ερωτήση κανείς καθώς ημείς ερωτούσαμεν τους λέγοντας, ότι το παν είναι θερμόν και ψυχρόν. Θεαίτητος. Ποία; Υπενθύμισέ μου. Ξένος. Πολύ καλά.

Και αφού εσφράγισας το γράμμα, το αποσφραγίζεις πάλιν. Και ρίπτεις δακρύων τον λύχνον χαμαί. Έχεις αληθώς την όψιν παραφρονήσαντος ανθρώπου. Διατί πάσχεις ούτω ; Τι σε στενοχωρεί τόσον, βασιλεύ ; Φανέρωσόν μοι την αλήθειαν. Θα την εμπιστευθής εις άνθρωπον αγαθόν και πιστόν. Μήπως δεν έστειλεν εμέ ο Τυνδάρεως προς την γυναίκα σου, αφωσιωμένον προικώον δούλον; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Άκουσε, γέρον.

Και επανέλαβε πάλιν τας γλυκυτάτας τελευταίας στροφάς επί της λύρας μόνον, η χονδρή κάπως αλλά περιπαθής φωνή της οποίας, φερομένη εδώ κ' εκεί υπό της μεσονυκτίου πνοής, είχεν εξεγείρει την ποίμνην, ήτις με ποικίλους ήδη τόνους από της γηραιάς αιγός μέχρι του μικρού αιγιδίου συνώδευσε τα τελευταία του άσματος απηχήματα, δι' ου ετραγουδήθησαν εις την ερημίαν εκείνην τόσον συγκινητικώς τα Χριστούγεννα.

Και εις την τελείωσιν τούτων των λόγων μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της ευχαριστήσεως που μου εφύλαγεν. Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα λόγια της μου επροξενούσαν.

Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν ότι περιέκλειε πράγματι την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη. — Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παππά! Ο παππάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μπάρμπα-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήτον πράγματι από τον Θανάσην, κ' έγραφεν ότι μετά ένα μήνα έρχεται.

Λέξη Της Ημέρας

λεβέντην

Άλλοι Ψάχνουν