United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηκούσθη παρατεταμένος τριγμός, και σφοδροτάτη δόνησις διαρκέσασα επί τινα χρόνον. Κονίαι και τεμάχια λίθων απεσπάσθησαν από της οροφής του σπηλαίου και κατέπιπτον μετά δούπου επί του εδάφους. Ο Θευδάς έφερε την χείρα εις την κεφαλήν. Τα είδωλα εφάνησαν κινούμενα, ως να ωρχούντο άγνωστόν τινα όρχησιν. Η Αϊμά εστέναξεν, αφυπνίσθη αποτόμως, εκινήθη και ανεκάθισεν.

Οι Έλληνες επιπεσόντες εξαίφνης, τους μεν εν τω φρουρίω απέκλεισαν, τους δε εις το παραθαλάσσιον ηνάγκασαν να καταφύγωσι με ζημίαν των εις τα ευρεθέντα εκείσε πλοία. Έλαβον οι Έλληνες υπέρ τας εκατόν καμήλους καί τινα εκ των φορτηγών και επέστρεψαν εις το στρατόπεδόν των.

Μαθόντες οι Λακεδαιμόνιοι ότι ήσαν εκ του γένους των Μινυών, έπεμψαν πάλιν διά να τους ερωτήσωσι την αιτίαν δι' ην ήλθον εις τον τόπον και ήναψαν πυρά. Εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι διωχθέντες υπό των Πελασγών ήλθον εις τους προγόνους των, ως είναι δίκαιον, και ότι ζητούσι να συγκατοικήσωσι μετ' αυτών, μετέχοντες των τιμών και λαμβάνοντες μερίδιά τινα γης.

Ο Μούρτος διωκόμενος ακαταπαύστως και θέλων να μεταβή εις Βάλτον ενέπεσεν εις ενεδρεύουσαν τινα εχθρικήν συμμορίαν και μονομαχήσας προς τον φιλοπόλεμον αυτής αρχηγόν εφόνευσε μεν τον αντίπαλον αλλά τρωθείς θανατηφόρως εζωγρήθη υπό των πολεμίων και παρέδωκε το πνεύμα εν βασάνοις. 0 προπάππος του Θανασούλα Φερεντίνου ήτο αυτάδελφος του Μούρτου.

18. » Ώστε τίνα πιθανόν λόγον λέγοντες ηθέλομεν διστάσει ή τίνα πιθανήν πρόφασιν προφασιζόμενοι ηθέλομεν αρνηθή να βοηθήσωμεν τους εκεί συμμάχους, αφού άπαξ, ως γνωστόν, δι' όρκων υπεχρεώθημεν να βοηθώμεν αυτούς χωρίς να προφασιζώμεθα ότι εκείνοι δεν θα μας βοηθήσουν; Προσελάβομεν αυτούς ως συμμάχους, ουχί διά να μας βοηθήσουν ενταύθα, αλλ' ίνα ενοχλούντες τους εν τη Σικελία εχθρούς μας εμποδίζουν αυτούς να έρχωνται εδώ.

Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος.

Τώρα θα αναφέρω τινά εξ όσων είπεν ευστόχως και ευφυώς• νομίζω δε πρέπον ν' αρχίσω από τον Φαβωρίνον και εξ εκείνων τα οποία προς αυτόν είπεν ο Δημώναξ.

Ούτε ύδωρ υπήρχε προς πλύσιν των ποδών, ούτε ασπασμός δεξιώσεως επί της παρειάς, ούτε λιπασμός ελαίου διά την κόμην, ουδέν άλλο ειμή ψυχρά τις αποδοχή είς τινα κενήν θέσιν παρά την τράπεζαν, ώστε ο κεκλημένος να θεωρήση ότι λαμβάνει μάλλον τιμήν ή απονέμει.

Τίνα δ' ετέραν μόλω πόλιν; τις ξένος, τις ευσεβής εμόν κάρα προσόψεται ματέρα κτανόντος; Ηλ. Ιώ, ιώ μοι. Ποι δ' εγώ, τίν' εις χορόν, τίνα γάμον είμι; τις πόσις με δέξεται νυμφικάς ες ευνάς;... Ορ.

Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν επροτίμησε να κόψη διά ψαλλίδος την άκραν του ενδύματος του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ' αυτού απoκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.