United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άλλοι μεν ούτε να έλθουν να με ακούσουν ηθέλησαν, μη θεωρούντες πρέπον να κατέλθουν από τους ελέφαντας των, διά ν' ακροώνται γυναικεία άσματα και να βλέπουν σκιρτήματα Σατύρων• άλλοι δε ερχόμενοι ακριβώς προς τοιούτον σκοπόν και αντί κισσού απαντήσαντες σιδηράς αιχμάς, τόσον εταράχθησαν υπό του απροσδοκήτου, ώστε ούτε να επιδοκιμάσουν τους λόγους μου τολμούν.

Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και τυμπανίζοντα και θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά του καρδία δεν συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των.

Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα-κούτσα, πότε σήκω-πέσε· με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου· και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κ' εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν· εις όσους «επαλαιώθησαν και χώλαναν από των τρίβων αυτών».

Αφού έφαγαν εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδας ή μήνας τινας, εωσού ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν διά να έχουν την κακήν συνήθειαν να μη ζητούν ποτέ την άδειαν του αιπόλου, εις όλας τας κινήσεις των και τα σκιρτήματά των.

Ήτο γέρων βοσκός εκ των αγροικοτέρων, όστις εκ του βήματος και του ήθους του εφαίνετο ότι δεν είχε καταβή ποτέ εκ της σκοπιάς, όθεν επετήρει τα σκιρτήματα των αιγών ανά τους βράχους. Επέμενε πολύ να εκβάλη πριν εισέλθη τα πέδιλά του, δεδεμένα δι' ιμάντων περί τους ταρσούς των ποδών, και μετά δυσκολίας τον έπεισεν ο ιππότης να παραιτηθή το σχέδιον τούτο.

Μόνον η τιμή μένει ακόμη· είπεν εκείνος. — Την θέλω, αν μ' αγαπάς . . . Και τον περιεπτύχθη παράφορος, με σκιρτήματα πάθους αγρίου! Προς στιγμήν, ως να ήθελε ν' αποτινάξη την νάρκην, ήτις του εδέσμευε την ασθενή διάνοιαν, ωσάν προς στιγμήν, ν' ανένηψεν εκ της μέθης, ωσάν να διέκρινε την ανταύγειαν φωτός σωτηρίου . . . — Την τιμήν, άφησέ μου την τιμήν, είπεν ικετεύων.

Τα βληχήματα των μικρών αμνών οι οποίοι, κλεισμένοι καθ' όλην την νύκτα εις το γαλάρι ίνα μη πίνουν το γάλα των μητέρων των, τόρα αφεθέντες ελεύθεροι έτρεχον με χαριτωμένα σκιρτήματα πλησίον των, οι εύθυμοι γέλωτες των παιδιών, το συχνόν λάλημα του ατσαράντου και της γαλιάντρας, των πρώτων της αυγής μηνυτών, και ο περιπαθής ήχος φλογέρας ήρχοντο σιγά σιγά, κατακηλούντα την ακοήν του μέχρις ου τον απεκοίμησαν.