United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΑΡΡ. Πολύ καλά• ώστε σκύψε προς την πόλιν, Συλλογισμέ και κάλει τους φιλοσόφους. ΣΥΛΛ. Ακούσετε οι φιλόσοφοι των Αθηνών• πρέπει να έλθετε εις την Ακρόπολιν διά ν' απολογηθήτε περί της διαγωγής σας ενώπιον της Αρετής, της Φιλοσοφίας και της Δικαιοσύνης. ΠΑΡΡ. Βλέπετε πόσον ολίγοι έρχονται, αφού ήκουσαν το κήρυγμα; Φοβούνται την Δικαιοσύνην.

Εις την μεγάλην φιλύραν, που βρίσκεται ένα τέταρτον της ώρας από την πόλη προς το Σ . . . ., εσταμάτησα, κατέβηκα και διέταξα τον αγωγιάτην να προχωρήση, για να γευθώ πεζός με όλη την καρδιά κάθε ανάμνηση άλλη μια φορά και ζωηρά. Εκεί εστεκόμουν λοιπόν κάτω απ' τη φιλύρα, η οποία άλλοτε, όταν ήμουν παιδί, ήτον το τέρμα και τα όριο των περιπάτων μου. Πόσον αλλοιώς είναι τώρα!

Και αν επρόκειτο περί θαυμασίας ευρέσεως μυρίων ταλάντων ή χιλιάδων λίτρων χρυσού, ουδείς βεβαίως σοβαρός κριτικός θα έπειθε τον εαυτόν του ή τους άλλους, ότι εις το ποσόν τούτο θα συνίστατο το μεγαλείον του θαύματος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'. Η εορτή της Σκηνοπηγίας

Πόσον διήρκεσε φυσικά δεν κατώρθωσα ν' αντιληφθώ, αλλά παρετήρησα ανοίξας τα μάτια μου μίαν φοράν ακόμη ότι τα πέριξ αντικείμενα ήσαν ορατά. Μία λάμψις παράδοξος, θειαφένια, της οποίας δεν κατώρθωσα να διακρίνω την προέλευσιν, μου επέτρεπε να διακρίνω την έκτασιν και το σχήμα της φυλακής μου. Είχα απατηθή οικτρώς, ως προς την έκτασιν αυτής.

Ασθενής! αρκετά ασθενής! — Και δεν είναι τούτο διαφθορά; Μου είνε ιερά. Κάθε επιθυμία καταπαύει εις την παρουσίαν της. Δεν ξεύρω ποτέ τι αισθάνομαι όταν βρίσκωμαι πλησίον της· και με γιατρεύει από κάθε ταλαιπωρίαν, ταραχή και μελαγχολία, μόλις παίξη την πρώτη νότα. Καμμία λέξις περί της μυθικής μαγικής δυνάμεως της μουσικής δεν μου είναι απίθανος. Πόσον και το απλούν άσμα με συγκινεί!

Αλλ' η γοητεία της Ηρωδείου δεσποτείας είχε λυθή, και ο λαός είδε πόσον ψευδής ήτο η απαστράπτουσα επιφάνειά της. Η ημέρα του θανάτου του τυράννου εθεωρήθη ως εορτή, όπως και αυτός είχε προΐδει.

Θαυμάσια, είπεν ο Σιμμίας, πόσον αληθινά πράγματα λέγεις, ω Σώκρατες.

Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.

Και το θέαμα της αφειδούς θυσίας της Μαρίας, η συνείδησις ότι ήτο τώρα πολύ αργά διά να βάλη το μέγα εκείνο ποσόν εις το γλωσσόκομον, η απλή κατοχή του οποίου, εκτός των ποσών όσα ηδύνατο να υποκλέπτη εξ αυτού, εθεράπευε την διά τον χρυσόν δίψαν του, ενέπλησεν αυτόν αηδίας και μωρίας. Είχε δαιμόνιον εις την καρδίαν του.

Εις δε την άκραν του ναού προς την θύραν συνειλεγμένα ικανά γραΐδια του χωρίου ήλθον εις την Εκκλησίαν ν' ακούσουν την θαυμαστήν διήγησιν «της γρηάς με το λαδικό». Ω πόσον δραματικώς θαυμαστή είνε η διήγησις αύτη Συμεών του Μεταφραστού! Μετά την κοίμησιν του Αγίου έκλαμπρος ναός ανηγέρθη εις τα Μύρα της Λυκίας, την πατρίδα του, όπου και η μυρόβλητος σορός του αγίου λειψάνου κατέκειτο.