United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί ηύρε μίαν θύραν ανοιχτήν και εισήλθεν. Ήτο μικρά οικία ανώγειος, όπου εκατοίκει το Γηρακώ της Κατερίνας, η λεγομένη Μανιά. Ήτο χήρα και ατεκνωμένη, κ' ενδιεφέρετο δι' όλας τας αλλοτρίας υποθέσεις, και μάλιστα διά πανδρολογήματα, προξενιές, κ' ενίοτε ανδρογυνοχωρισιές. — Καλή σπέρα, Μανιά. — Καλώς το παιδί μου. — Αυτό είνε το παραθυράκι που έλεγες; — Ναι. — Όπου μπορεί ένας άνδρας να πηδήση;

Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε. Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης. — Πού πας, μικρέ;

Κι’ η Μάρω απολογήθηκε με μια μεγάλη λύπη : — Αρχόντισσα σ’ ευχαριστώ κι’ εσένα και τον Γάννο.... Την τίμιαν αρραβώνα μου δεν έχω δώσει σ’ άλλον, Κι’ ουδέ το Γιάννον αγαπώ, κι’ ουδέ κανέναν άλλον Είν’ η καρδιά μου μάρμαρο, είναι μια κρύα πέτρα, Που δεν αιστάνθηκε ποτέ τη γλύκα της αγάπης, Κι’ όταν μου φέρουν προξενιές και μου μιλούνε γι’ άντρα Αιστάνομαι μι’ αποστροφή κι’ ενόχληση μεγάλη.