United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπάρμπα-Λιόμας εφόρτωσεν επί της «Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρεις ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα και ήτοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν' αποπλεύση.

Επάνω από τας όρνιθας εκατοικούσεν η κουκουβάια με τον άνδρα της και τα παιδιά της. Όλα τα μέλη της οικογενείας αυτής είχαν εξαίρετα αυτιά και ήκουσαν τα λόγια των ορνίθων και εστρεφογύρισαν τα μάτια των, η δε Κυρία κουκουβάια ετίναξε τα πτερά της και είπε: — Μην ακούετε τι λέγουν. Υποθέτω όμως ότι ηκούσατε τας ανοησίας των εκεί κάτω.

Εις την τοιαύτην διαγωγήν του συνετέλει κατά πολύ και η έμφυτος συνήθεια των πετεινών και των ορνίθων να μη σμίγωσιν, ως οι σκύλοι, με άλλας του γένους των φυλάς παρά μόνον εν ελλείψει ομοφύλων, άλλη δε λειόπτερη κόττα δεν υπήρχεν εις την αυλήν εκείνην καμμία.

Μεταξύ των πολλών λίαν περιέργων εθεώρησα το εις πρόσκλησιν των ορνίθων απειράκις επαναλαμβανόμενον μονοσύλλαβον, γυψ ... γυψ... γυψ , ωσανεί επρόκειτο διά της εκφωνήσεως του ονόματος επιφόβου ορνέου να βιάση τις την επάνοδον αυτών.

Η ξένη δεν απήντησεν εις τούτο, μόνον επέφερεν: — Εγώ δεν θέλω να σας παραβαρύνω, κυρά· εγώ δεν είμαι κακή γυναίκα. Λυπούμαι αν δεν τάχετε καλά με το Βαγγέλη, αλλά τι φταίω εγώ; Πράγματι, εκείνο το οποίον εφαίνετο ως δέσμη ήσαν τέσσαρες ή πέντε όρνιθες και πετεινοί, δεμένοι από τους πόδας, και τυλιγμένοι εις μέγα πλατύ ράκος. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ο κλωγμός των ορνίθων.

Ο ορνιθών θα ήνε πολύ στενός διά την αμάθειαν σου· μάθε πολλά, και θα γίνη ευρύς διά την σοφίαν σου. Ακόλουθοι τα βήματά μου και ουδέποτε θα κουρασθής. Έν άπειρον θα εγκλείσω εις τους οφθαλμούς σου, και έν ακόμη άπειρον εις τα ώτα σου. Και όμως ουδ' αυτά θα σε βοηθήσουν, διά να περιβάλης το χάος της ανθρωπίνης ψυχής. Εν τούτοις ακολούθει με. Ίσως ίδης, και ίσως ακούσης.

Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.

Εκεί έστησαν οι ερασταί την εστίαν των, δαπανήσαντες την μικράν αυτών περιουσίαν εις αγοράν παχείας στρώμνης, μακρού οβελού, χάλκινης χύτρας, στάμνου ελαίου, δύο αιγών, δέκα ορνίθων και μεγάλου σκύλου, ίνα φυλάττη πάντα ταύτα· τα δε προς σωτηρίαν της ψυχής των αναγκαία σκεύη, την μάστιγα, την κεφαλήν νεκρού και το καλόν παράδειγμα έλαβον δωρεάν εκ της κληρονομίας του μακαρίτου.

Αντί τούτου είδε την Πηγήν ισταμένην εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθήν εις σμήνος ορνίθων, των οποίων τα ραμφίσματα απετέλουν εις το ξηρόν έδαφος κρότον πιπτούσης βροχής. Ποτέ η Πηγή δεν του είχε φανή τόσον θελκτική, όσον την στιγμήν εκείνην, όπως την περιέβαλλεν η ροδίνη ανταύγεια του δύοντος ηλίου.

Εκαθήμην εις το παράθυρον της μικράς αιθούσης μας, παρατηρών τον κατακυλιόμενον από τα ύψη της Άνω Σύρου κίτρινον καταρράκτην παρασύροντα εις το βορβορώδες ρεύμά του φλοιούς πορτοκαλίων, συντρίμματα φιαλών, απόμαχα υποδήματα και πτώματα ορνίθων και ποντικών, όταν αίφνης αντικατέστησε το πανόραμα εκείνο βαθύ σκότος απλωθέν και επί των δύο μου οφθαλμών.