Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Είχε δε την γελοίαν μανίαν να αγοράζη τα ωραιότερα υποδήματα και να τα φορή πάντοτε καινουργή και ήτο η μεγαλειτέρα του φροντίς να έχη στολισμένα με ωραιότατα υποδήματα τα ξύλα, τα δήθεν πόδια.
Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κοιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη.
Οι Συρακούσιοι συνήντησαν τα πλοία ταύτα, κατέστρεψαν τα περισσότερα και έκαυσαν όλα τα ναυπηγήσιμα ξύλα, τα οποία είχαν ετοιμασθή διά τους Αθηναίους εις την Καυλωνιάτιδα. Μετά ταύτα ήλθαν εις τους Λοκρούς. Ενώ δε ήσαν αγκυροβολημένοι, κατέπλευσεν από την Πελοπόννησον έν από τα φορτηγά τα φέροντα οπλίτας Θεσπιείς. Λαβόντες αυτούς οι Συρακούσιοι εις τα πλοία επέστρεψαν εις τα ίδια.
Σκάψας διά νυκτός τάφρον πλατείαν ήπλωσεν επ' αυτής ξύλα λεπτά, επάνω δε των ξύλων έφερε και έρριψε χώμα, ώστε την ισοπέδωσε με το άλλο έδαφος. Άμα τη ημέρα προσεκάλεσεν τους Βαρκαίους να ομιλήσωσι περί συμβιβασμού, ούτοι δε προθύμως υπήκουσαν και εδέχθησαν να συνθηκολογήσωσιν.
Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους.
Και την άλλην ημέραν άλλοι μεν των Αθηναίων ετείχιζαν το προς βορράν του κυκλοτερούς τείχους της Συκής μέρος, άλλοι δε εμάζευαν λίθους και ξύλα και τα απέθεταν εις το μέρος το καλούμενον Τρώγιλον, προχωρούντες πάντοτε εκεί όπου ολίγον μόνον διάστημα τοις έμενε να τειχίσωσιν, από του μεγάλου λιμένος μέχρι της άλλης θαλάσσης.
Και παρ’ όλα αυτά αισθανόταν ξαλαφρωμένος, όπως κάποιος που, ύστερα από μακρά περιπλάνηση σε απρόσιτα μέρη, ξαναβρίσκει το χαμένο δρόμο του, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. «Εσύ δεν θα φύγεις;» ρώτησε ο τυφλός, ακίνητος πάντα στο πόστο του. «Θα φύγω όταν το θελήσει ο Θεός. Τώρα θ’ ανάψω φωτιά γιατί πρέπει να περάσουμε εδώ τη νύχτα.» Πήγε να βρει ξύλα.
Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της. είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι, η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν. Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, 160 και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν
Τώρα βρίσκονται τα ξύλα χάμω. Ω, αν ήμουν ηγεμών! ήθελα την παπαδιά, τον δήμαρχο και τους εφόρους . . . ηγεμών! — Ναι, αν ήμουν ηγεμών, τι θα με έμελε για τα δένδρα της χώρας μου! 10 Οκτωβρίου Και μόνον τα μαύρα της μάτια όταν βλέπω είμαι ευχαριστημένος!
Πρώτον εφαίνετο ύποπτον εις αυτήν ότι ο σύζυγός της από τινος καιρού συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε εις το κατώγειον, μέσα εις τα ξύλα και τους ποντικούς, στρώσας εις μίαν γωνίαν το κλινίδιόν του το σκληρόν πλησίον εις σωρόν παλαιάς οικοδομησίμου ξυλείας εκ μαύρων μεγάλων ξύλων, άτινα ίσταντο όρθια εκεί εις την γωνίαν, συναχθέντα ένα-ένα εξ ηρειπωμένων οικιών, ίνα χρησιμεύσωσι προς ανακαίνισίν ποτε της σαθράς οικίας των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν