United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ησθάνθη πυρετώδη περιέργειαν ν' ακούση ό,τι θα εξήρχετο από το στόμα του συντρόφου εκείνου του μυστηριώδους Χριστού και να γνωρίση το δόγμα, το οποίον επρέσβευον η Λίγεια και η Πομπωνία Γραικίνα. Ο Πέτρος ωμίλησε κατ' αρχάς ως πατήρ, όστις δίδει συμβουλάς εις τα τέκνα του και τα διδάσκει πως πρέπει να ζώσιν.

Και παρήλασε προ αυτού, ως εν καλειδοσκοπίω, κόσμος ολόκληρος, φανταστικός . . . θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ασάλευτος, ωσάν από μάρμαρον, ηπλούτο εις απέραντον διάστημα και αυτός, επιβαίνων μικρού μονοξύλου, έτρεχε, με ταχύτητα πτηνού, επί της ακυμάντου επιφανείας, ωσάν δύναμις υπερφυσική να ώθει το ακάτιον . . . Αίφνης η λεία επιφάνεια ερρυτιδούτο . . . μία στιγμή ακόμη και μετεβάλλετο εις κύματ' αφρισμένα, οργίλα, ορμητικά, υπερύψηλα και το ακάτιον ανετρέπετο, εσφενδονίζετ' ως πτερόν εις άξενον παραλίαν, αυτός δε, ναυαγός οικτρός, εκυλίετο επί της άμμου εξησθενημένος, ενώ η σκηνή μετεβάλλετο . . . Και του εφαίνετο ώρα ως να εισήρχετο εντός δάσους καταπύκνου, ζοφερού, μυστηριώδους, με γιγάντεια δένδρα, με καμμίαν, ουδέ την ελαχίστην, ακτίνα φωτός . . . Και ενώ εβάδιζε με αγωνίαν, ζητών διέξοδον, ο λαβύρινθος δεν μετεβάλλετο, εις τον αυτόν δε κύκλον συστρεφόμενος άπελπις και πίπτων από κόπωσιν, επειράτο να κραυγάση και αφυπνίζετο έντρομος και περίρρυτος από ιδρώτα . . .

Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος, ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού.

Αλλ' η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών της και ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή η ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα θελγόμενα ώτα της αι εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους ξένου.

Τι δέσιμον ήτο αυτό τέλος πάντων και διατί απέφευγαν να του δώσουν σαφείς εξηγήσεις και του έλεγαν ότι έκαμεν άσχημα να το αναφέρη παρουσία της Πηγής; Ήρχιζε να καταλαμβάνεται υπό μυστηριώδους ανησυχίας· και εφαντάζετο τον Τερερέν μηχανευόμενον καταχθονίους επιβουλάς εναντίον του.

Έπειτα ήσαν τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμόν, οίτινες ίσταντο παρ' αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ' εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα. Η Αϊμά ελκυσμένη υπό του φόβου, ως υπό θελγήτρου τινός μυστηριώδους, έλαβε τον λύχνον και επλησίασεν εις τα αγάλματα. Την ημέραν δεν είχε περιεργασθή αυτά.

Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν. Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας η νεαρά σύζυγος.

Η βοή η νεκρά της φωνής των συνωδεύθη ήδη υπό τινος γογγυτού μυστηριώδους: — Ωχ! — Μωρέ εδώ είνε ο κατακαϋμένος! Παρετήρησεν εν πεποιθήσει ο ποιμήν. Και συγχρόνως ιδών το ρήγμα της χιόνος το σχηματισθέν κατά την πτώσιν του Μπάρμπα-Σταύρου, είπεν ως ενώπιον κινδύνου. — Καρδιά, παιδιά, καρδιά, και τον ηύραμε! — Νά, είπον και οι λοιποί. Εδώ εις το μέρος αυτό είνε χανδάκι.