Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ή ώφειλον να τον εκλάβω ως παράφρονα, ή έμελλον εγώ να παραφρονήσω. Τόσον αλλόκοτος μοι εφαίνετο η ισχυρογνωμοσύνη του. — Μήπως είν' εκεί; ηρώτησε, δείξας μοι τα θυρόφυλλα του κοιτώνος σου, δι' ων εφαίνετο φως. — Μη ονειρεύεσαι; Δεν είνε κανείς, σου είπα. Εκ της αλλοκότου θρασύτητος του αγνώστου είχον εξαφθή εις το έπακρον.
Τοιούτοι ήσαν τωόντι ως με είπον εκείνοι των οποίων μοι εδείκνυον τας εικόνας και όλως διαφορετικοί από τους θεούς. Προ των ανδρών τούτων, οι θεοί εβασίλευον εις την Αίγυπτον συνοικούντες μετά των ανθρώπων, και εξ αυτών είς πάντοτε είχε την ηγεμονίαν.
Τίνα δ' ετέραν μόλω πόλιν; τις ξένος, τις ευσεβής εμόν κάρα προσόψεται ματέρα κτανόντος; Ηλ. Ιώ, ιώ μοι. Ποι δ' εγώ, τίν' εις χορόν, τίνα γάμον είμι; τις πόσις με δέξεται νυμφικάς ες ευνάς;... Ορ.
Αλλά πριν μας αποχωρίσωσι είχε συμβή τι, όπερ μοι επροξένησε πολλήν εντύπωσιν. Ήτο η τετάρτη ώρα της νυκτός. Είχες αποκοιμηθή. Διετέλεις ήδη εν αναρρώσει. Εγώ είχον κλείσει την θύραν και ετοιμαζόμην να κατακλιθώ πλησίον σου. Αίφνης ακούω ότι έκρουον έξωθεν την θύραν σιγανώς. Ηπόρησα.
Εις τω σημείον τούτο της διηγήσεως οι ιερείς μοι παρετήρησαν ότι από του πρώτου βασιλέως μέχρι του Σεθώνος, του τελευταίου πάντων, παρήλθον τριακόσιαι τεσσαράκοντα μία γενεαί ανθρώπων και ισάριθμοι βασιλείς και αρχιερείς.
Το κατ' εμέ, εάν μοι εδίδετο να κρίνω, θα επροτίμων ίνα η ανδρεία η δι' έργων εκδηλωθείσα τιμάται δι' έργων μόνον, ως είναι αι γινόμεναι δημοσία δαπάνη πομπαί της κηδείας αυτής, και μη διατρέχουν κίνδυνον αι αρεταί πολλών από ένα μόνον, είτε καλώς είτε κακώς ομιλήση. Διότι είναι δύσκολον το να ομιλήση τις με μέτρον, το οποίον και μόλις επαρκεί διά να γίνη της αληθείας η φανέρωσις.
Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβύνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέβαλλε και αυτή «ω γλυκύ μοι έαρ, γλυκύτατόν μοι τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβαινε «οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!» Τα δε παιδία προπορευόμενα της πομπής μεγαλοφώνως έκραζον: &Κύριε ελέησον!
Κ' εγώ σε ήκουα καμμιά φορά, αλλά αυτό να σε πω δεν ήτο πολλή ευχαρίστησις, διότι η μουσική που έκαμνες ήτον τρομερά παράχορδη! Σ' αρέσει; Αν σ' αρέση, κολάκευσέ με ακόμη μια φορά! Και ως εάν ήθελε να μοι δείξη πώς εκτελείται η καλή μουσική, εγέλασε τον μάλλον αργυρόηχον, τον μάλλον αρμονικόν γέλωτά της. Και ενώ ακόμη εγελούσε: — Τι κρίμα, είπε, που δεν είσαι ιατρός!
Όθεν, σε παρακαλούμεν, ειπέ μας ποίος είσαι; πόθεν έρχεσαι; και πώς ετόλμησες να έμπης εις ένα τοιούτον αδύνατον πλοίον; Εγώ μόλις δυνάμενος να ομιλήσω από την πείναν, τους είπα· δώσετέ μοι πρώτον να φάγω, και έπειτα θέλω ευχαριστήσει την περιέργειάν σας.
Άκουσον, κόρη. Έχε υπομονήν. Θέλω να σοι είπω τα πάντα, πίστευσόν με. Και όχι μόνον θέλω, αλλ' οφείλω να σοι τα είπω. Διότι η ιστορία αύτη σοι ανήκει, είνε ιδιοκτησία σου, και εγώ είμαι θεματοφύλαξ αυτής. Είσαι ισχυρά εν τω δικαίω σου, και δεν πρέπει να καταχράσαι. Θα σοι τα είπω τάχιστα. Μη αδημονής. — Αλλά πότε; είπεν η Αϊμά. Προσδιόρισε πότε θα μοι το είπης. — Μετ' ολίγας ημέρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν