United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, πέραν των Κήπων, άνω του ρεύματος, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονή την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του Όρθρου!

Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή έξ άλλου μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η ακολουθία της Αγρυπνίας.

Είτα το κλειδόνει πάλιν ως καλός οικοκύρης, καταβαίνει εις την οδόν όθεν ήλθε, και εισέρχεται εις την οικίαν του διά της αυλείου θύρας, αφού θορυβωδώς εσήμανε τον κώδωνα, και δρομαίως προσήλθε να του ανοίξη ο υπηρέτης του με τον λευκόν λαιμοδέτην. Ο Περδίκης είνε εντελώς ατάραχος· τα γόνατά του μόνον τρέμουν ολίγον. — Καλέ Γιάγκο, αλήθεια; — Κερδήσαμε, παπάκη;

Η μία τούτων ήρκει να την ίδη, και παρευθύς εσάλπιζε σύναξιν. Εκτύπα τας παλάμας ως κώδωνα, ύψου ως σύριγγα την φωνήν, και ανέκραζεν· — Η γυφτοπούλα! Η γυφτοπούλα! Και όλαι αι γειτόνισσαι, όσαι δεν είχον εργασίαν να κάμουν, έτρεχον. Τα πάντα εφαίνοντο αστεία εις τας γειτονοπούλας εκείνας, χωρίς να είνε τοιαύτα. Αι γυναίκες εκείναι εφαιδρύνοντο, εκάγχαζον, εξεκαρδίζοντο άνευ αιτίας σχεδόν.

Πλησιάσας εις αυτήν διά νυκτός εστήριξε κλίμακα χωρίς να τον εννοήσουν· διότι, ότε ο κώδων του επόπτου των φρουρών είχε περάσει και πριν να επιστρέψη εις το μέρος εκείνο ο στρατιώτης ο οποίος ενεχείριζε τον κώδωνα εις τον πλησιέστερον, σκοπόν, η κλίμαξ εφηρμόσθη εις το αναμεταξύ μέρος. Αλλά, επειδή τον ενόησαν πριν αναβή, απεσύρθη ταχέως μετά του στρατού χωρίς να περιμείνη να γίνη ημέρα.

Όταν την πρωίαν ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου, το πρόσωπόν του ήτο στενόν και μακρόν, ως όταν παρατηρεί τις εντός τεθραυσμένου καθρέπτου. Συνειθισμένος να κτυπά τον κώδωνα της βάρδιας αφ' εσπέρας και να κοιμάται, εταλαιπωρήθη ο αγαθός εντός μιας νυκτός. Και αι χείρες του και οι πόδες του ήσαν πλαδαραί ως πλόκαμοι οκτάποδος. — Ε, τι νέα Γέρω-Γιάννη; ηρώτησεν αυτόν ο δήμαρχος.