United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον. Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά ταχέως.

Ο τρυγμός των θραυομένων κλώνων των ελαιών εξηκολούθει φοβερός και άγριος ως κρότος μακρυνής βροντής.

Δεν θα πάνεΜα εγώ δεν έχω σκοπό ν' αφήσω σβυστό τον Χριστό, ίσα ίσα εις την γιορτή του. Θα πάρω το λαδάκι και τα κεράκια, και θα πάω. — Δεν κάθεσαιτα αυγά σου, λέω 'γώ; Πού θα πας χειμώνα καιρό; Κι' αν χιονίση; Κι' αν κλεισθής σ' τον βράχο εκεί χωρίς ψωμί; Δεν ακούς πώς χαίρεται ο κόσμος; Την στιγμήν εκείνην ηκούετο ευάρεστος κρότος θραυομένων καρύων και κοπανιζομένης κανέλλας.

Ο πλοίαρχος υψούμενος επί της πτέρνης, καμπτόμενος ως κουλούρα, ανατείνων τον λαιμόν ως χην, κλίνων δεξιά, κλίνων αριστερά ως ει ησθάνετο πόνους περί την οσφύν, ακροώμενος με το ους προς τον φάρον ως ει εκάλει αυτόν πρωρεύς άγνωστος από του πελάγους, βαστάζων τα δίοπτρα, επάνω εις την υψηλήν πρύμνην, σχοινοβάτης επί θεατρικού ικριώματος, ηγωνίζετο υπερανθρώπως να υπολογίση την από της ξηράς απόστασιν, οδηγούμενος από του κρότου των επί της ακτής θραυομένων κυμάτων.

Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.

Και συνεμαζεύθη προς την ρίζαν της ελαίας, προσπεφυκυία ως τις μαύρος ρόζος του φλοιού. Ο δειλός Θανάσης ακούσας ταύτα και ιδών την γυναίκα πτήσσουσαν εις τα σπήλαια της ελαίας και συμπτυσσομένην ετράπη παράφορος προς το κατέναντι δάσος, δεινώς παραπατών και διασχίζων τας ακανθωτάς πρίνους ως ανθοφόρα κλαδιά εν φοβερώ κρότω των θραυομένων ξηρών του δάσους κλώνων.

Ο αυξάνων πάταγος των θραυομένων κυμάτων, ο επιτεινόμενος συριγμός του ανέμου, δεν απέσπων τας σκέψεις μου από την άγνωστον νέαν. Πώς είναι άρά γε; Υποφέρει; θα δυνηθή ν' ανθέξη εις τας δονήσεις του σκάφους, όταν ο σάλος του δεινωθή υπό την βίαν της προσεγγιζούσης καταιγίδος; Οι επιβάται όλοι απεσύρθησαν ο είς μετά τον άλλον εις τους κοιτωνίσκους των.