United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Υπείκων εις τας προτροπάς της μητρός του, ενυμφεύθη ενωρίς, λαβών ως σύζυγον νέαν ωραίαν μεν, αλλ' ασθενή τον οργανισμόν, μεθ' ης συνέζησε τρία έτη. Εις το τέλος του πρώτου έτους, η γυναίκα του έκαμ' ένα κοριτζάκι και δεν εμπορώ να το ενθυμηθώ χωρίς να γελάσω, ότι μετά τον τοκετόν, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς κανείς να το περιμένη, ο φίλος μου έπεσε λιπόθυμος!

Με όλον που ευρισκόμουν εις τους χαροποιούς στοχασμούς, δεν απαράτησα που να μην ενθυμηθώ τον σύντροφόν μου Φακύρην, στοχαζόμενος την θλίψιν που ημπορούσε να έχη μην ηξεύροντας το τι έγινα. Εβγήκα από το σπήτι μου διά να υπάγω να τον εύρω, και τον συναπαντώ εις μίαν στράταν και αγκαλιάζοντάς με μου λέγει.

Σωκράτης Ημπορώ να σου είπω ταύτα τα οποία θα ενθυμηθώ. Είπε δηλαδή: Και ποία ηλικία δεν έχει λύπας ; Ευθύς άμα το νήπιον γεννηθή, μήπως δεν κλαίει αρχόμενον του ζην από λύπης; Δοκιμάζει όλας τας αλγηδόνας, κλαίων διότι είτε στερείται τινος, είτε διά την ζέστην, είτε διά το ψύχος ή διά τινα πληγήν, μη δυνάμενον να είπη τι αισθάνεται, κλαυθμηρίζον δε με φωνήν δυσαρεσκείας.

Είναι δε σημειωμένα με χαρακτήρας Αιγυπτιακούς πόσα εξωδεύθησαν διά τους εργάτας εις ράπανα, κρόμμυα και σκόροδα· και καθ' όσον δύναμαι να ενθυμηθώ, η επιγραφή, την οποίαν μοι εξήγησεν ο διερμηνεύς, εδείκνυεν ότι το ποσόν ανέβη μέχρι χιλίων εξακοσίων αργυρών ταλάντων.

Ενθυμούμαι... και κάτι άλλο ... αλλ' είνε όνειρον. — Όνειρον; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Πολύ κακόν, πολύ φρικτόν όνειρον, είπεν επιμόνως η νέα. — Και δεν θέλεις να το είπης; — Ω, δεν ειμπορώ. Δεν ειμπορώ ουδέ να το ενθυμηθώ. — Δοκίμασε, κόρη μου. — Είνε ανάγκη; είπεν η Αϊμά φρικιώσα. — Είνε ανάγκη. Χωρίς να ειξεύρω όσα ενθυμείσαι εκ του βίου σου, δεν ειμπορώ να σε βοηθήσω εις τίποτε.

Θα ήμην ίσως μακράν των οικείων μου κατά τον θάνατόν μου, εις ξένους, — πότε και πώς, δεν ήτο δυνατόν να το ενθυμηθώκαι ήσαν αυτοί που με έθαψαν σαν σκύλλον, κλειδωμένον εις το πρώτον τυχόν φέρετρον, και χωσμένον βαθειά-βαθειά, χωσμένον διά πάντοτε σε κάποιον κοινόν τάφον, εις κάποιον ανώνυμον τάφον.