Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
«Δεν είμαι, είπεν, ως επίστευσες, μηδενιστής, αλλά φιλήσυχος και ακίνδυνος καθηγητής των φυσικών επιστημών, ελθών εις την Ελλάδα προς συλλογήν των δυσευρέτων αλλαχού Καράβων του Αδώνιδος.
— Βέβαια, βέβαια, είπεν ο Πρωτόγυφτος, μη ελθών από πολλού χρόνου εις τοιαύτην εύθυμον διάθεσιν. — Και μάλιστα εις τους καλούς τεχνίτας, προσέθηκεν ο ξένος. — Σωστά. — Έχεις πολλήν υπόληψιν εις την τέχνην, είπεν ο ξένος. Αλήθεια ότι σε ονομάζουν όλοι Πρωτόγυφτον; — Αλήθεια. — Και δικαίως, φρονώ. — Κ' εγώ αυτό λέγω. Ο ξένος εσηκώθη και ητοιμάζετο ίνα απέλθη.
Διότι ήτο σπάνιον εις την Κωνσταντινούπολιν, εν μέσω τοιούτων δεινών, ανήρ έξωθεν ελθών και προ ολίγων ετών ανακηρυχθείς βασιλεύς, να εξακολουθή τοσούτον αγαπώμενος υπό του λαού. Εν τούτοις ο Ηράκλειος εν μέσω τόσων δυσχερειών εσκέφθη επί στιγμήν να φύγη από την πρωτεύουσαν. Δεν ήτο ο σκοπός του να φύγη ως ρίψασπις, εγκαταλείπων το κράτος εν μέσω των κινδύνων.
Ήτο τότε η ώρα καθ' ην οι ποιμένες απολείποντες τας πεδιάδας άγουσι τα ποίμνια εις τας ακρωρείας, και ελθών εις την γέφυραν της Τατάρνας όθεν συνήθως διέρχονται, είδε πολλούς εκ των ομηλίκων και εκθέσας αυτοίς τα γενόμενα εστρατολόγησε και επέπεσεν αμέσως κατά των πολεμίων.
Αλλ' επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον. Ο μπάρμπα-Διόμας, ελθών μετ' ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά αλλ' υπερτάτη ευτυχία του πτωχού! Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς.
Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης, τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθη. Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·
— Πού να της βρούμε της λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ' το Βώλο . . . Κ' έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγεν η μητέρα, θα ταίριαζεν αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια . . . Μ' αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει . . . Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών, εφώναξε τον Στάθην, και του είπε·
Η πολιτική αύτη διήρκεσεν έως εις την εποχήν του πασά της Σκόδρας, ο οποίος ελθών εις Λάρισσαν εζήτησε τον Καραϊσκάκην να υπάγη εις προσκύνησίν του αυτοπροσώπως και όχι ως άλλοτε, ότε έστειλεν ως συγγενείς του ανθρώπους μη έχοντας ουδεμίαν συγγενικήν σχέσιν μετ' αυτού.
Από την ημέραν που επρωτόπιασε εργασίαν, πρώτην φοράν ελθών εις την πρωτεύουσαν εκ των νήσων του Αιγαίου πελάγους, από τότε εφάνη ότι ούτε η μοίρα του επήρε με καλό μάτι τον Μιστόκλην, ούτε ο Μιστόκλης την μοίραν του.
Ελθών ούτος εις την Κυρήνην και εξετάσας τα πάντα, πρώτον μεν διήρεσε τους κατοίκους εις τρεις φυλάς κατά την ακόλουθον διάταξιν· τους μεν Θηραίους και τους περιοίκους κατέταξεν εις την πρώτην φυλήv, τους Πελοποννησίους και τους Κρήτας εις την δευτέραν, όλους δε τους νησιώτας εις την τρίτην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν