Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Κατέστησαν δε και ετήρησαν τους νόμους τούτους διότι κατ' αρχάς, άμα έλαβον την εξουσίαν, τοις εδόθη χρησμός ότι όστις εκ των δώδεκα ήθελε κάμει σπονδάς εν τω ναώ του Ηφαίστου με ποτήριον χαλκούν, αυτός ήθελε βασιλεύσει επί όλης της Αιγύπτου· τούτου ένεκα εισήρχοντο εις τους ναούς όλοι ομού.
Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια, λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα 265 δώδεκα, π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία. Φτωχός δε θάναι ο άθρωπος που θε του πάνε τόσα, άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του αν έχει όσα του κέρδισαν τ' αλόγατά του πλούτη.
Όσον δ' αφορά τα ανθρώπινα πράγματα συμφωνούσιν όλοι επί των εξής αντικειμένων· εξ όλων των ανθρώπων πρώτοι οι Αιγύπτιοι εκανόνισαν τον ενιαυτόν, διαιρέσαντες τας τέσσαρας ώρας αυτού εις δώδεκα μήνας· έλεγον δε ότι έκαμον την ανακάλυψιν ταύτην παρατηρούντες τα άστρα.
Γενομένης της τελετής ταύτης, όλοι οι ιερείς του ναού τύπτουσιν εαυτούς εις ένδειξιν πένθους διά τον θάνατον του κριού, και έπειτα θάπτουσιν αυτόν εις θήκην ιεράν. Προκειμένου περί του Ηρακλέους, ήκουσα ότι ήτο είς των δώδεκα θεών· όσον δ' αφορά τον Ηρακλέα τον οποίον γνωρίζουσιν οι Έλληνες, ουδαμού της Αιγύπτου ηδυνήθην να μάθω τι.
Δεν είνε σαν αυτό εδώ. — Εκεί κάτω είνε η μαννού σου; — Εκεί είνε. — Χαιρετίσματα να της πήτε πολλά, απ' τον Νικολό τ' Αγώτη· είμαστε γενιά. — Μετά χαράς. Εγέμισαν τα κανατάκια των κ' έφυγαν τρέχουσαι. Η πρώτη εξ αυτών, η λαλήσασα, εφαίνετο να είνε ως δεκαπέντε ετών· αι άλλαι, αδελφαί ή εξαδέλφαι της, θα ήσαν έως δώδεκα ή δεκατριών.
ΧΡΥΣ. Επομένως δεν είσαι λίθος, αφού είσαι ζώον. ΑΓΟΡ. Ευχαριστώ, αδελφέ, διότι είχαν αρχίση τα πόδια μου να ξεπαγιάζουν και ν' απολιθούνται, όπως της Νιόβης. Τέλος πάντων θα σ' αγοράσω. Αλλά δεν μου λες, πόσον θα πληρώσω; ΕΡΜ. Δώδεκα μνας. ΑΓΟΡ. Λάβε. ΕΡΜ. Μόνος σου τον αγόρασες; ΑΓΟΡ. Όχι, αλλ' όλοι αυτοί που βλέπεις. ΕΡΜ. Είνε πολλοί και με ώμους δυνατούς και άξιοι του θεριστικού συλλογισμού.
Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν: Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόν — γιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.
Ο βασιλεύς πιστεύοντας από τα λόγια της Δηλαράς, ότι αναμέσον της αγαπητικής του και του Κουλούφ απερνούσεν αληθώς ανταπόκρισις αγάπης, χωρίς να κάμη καμμίαν εξέτασιν διά να ξεσκεπάση την αλήθειαν, επρόσταξε το ταχύ ο Κουλούφ να μη τολμήση να έλθη πλέον έμπροσθέν του και ότι εις διορίαν δώδεκα ωρών να μισεύση από το βασίλειόν του.
Σταπάνω μέρος και λίγο παρακάτω από τα στολίδια που στεφάνωναν το έργο, σειρά δώδεκα χάλκινοι δίσκοι μ' ανάγλυφες προτομές Αποστόλων κι Αγγέλων, κι ο καταμεσιανός με την προτομή του Χριστού. Αλλού πάλε είταν παρόμοιος δίσκος της Παναγιάς· και καταμεσής μεγάλος δίσκος με σταυρό και με τα μονογράμματα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας.
Οι φαγόντες ήσαν άνδρες πεντακισχίλιοι, χωρίς γυναικών και παιδίων, και όμως δώδεκα κόφινοι εγέμισαν από τα περισσεύματα των κλασμάτων. Το θαύμα προυξένησε βαθείαν εντύπωσιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν