United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον.

Η κυρά μου, απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης. Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν.

Αλλά μία αόριστος περιέργεια με παρώτρυνε να τας εξακολουθήσω. Άμα άφησα τον τοίχον απεφάσισα να διασχίσω την περιφερικήν επιφάνειαν. Κατ' αρχάς εβάδισα με μεγάλην σύνεσιν, διότι το έδαφος, αν και εφαίνετο συνιστάμενον από στερεάν ύλην, ήτο κεκαλυμμένον από μίαν επικίνδυνον λάσπην.

Εγώ ακούοντας έτσι, και με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ διά να την ιδώ. Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά να θεωρήσουν.

Διά την τιμήν, της απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά μου, δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου αρέσει, και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά ευχαριστημένη αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες απόδειξες την αγάπην, που προς εμένα έφερνε.

Συναθροίσας άλλοτε ποτέ τους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω αποικίαν εις τον Εωσφόρον, όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ' ο Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν και επετέθη κατά των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύ Σελήνης και Εωσφόρου διάστημα.

Μα τέλος πάντων η πείνα άρχισε να μου διώχνη την εντροπήν, και μην ειμπορώντας πλέον να υποφέρω χωρίς γεύσιν, ηναγκάσθηκα να κλίνω εις εκείνην την χρείαν που εις τέτοιες περίστασες είναι κοινή· και ούτως απεφάσισα να ζητήσω ελεημοσύνην ωσάν ένας δυστυχισμένος που ήμουν διά να ημπορέσω να ζήσω.