United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ζεμπρούδα ήκουσε πολύ μέρος από τα όσα μου είπεν ο Αναΐππης, και βλέποντάς με σκεπασμένων με ξεσχισμένα φορέματα, ω Ουρανέ, εφώναξε, τι δηλοί τάχατε ετούτη η μεταβολή; τι σου είπεν άρα γε εκείνος ο άνθρωπος; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, ο Κατής είνε ένας πολύ κακότροπος άνθρωπος, μα αυτός θέλει είνε ο ίδιος τζελάτης της κακής του διαθέσεως.

Στάσου, μου είπε, διατί θέλεις να μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν είμαι άξιος να σταθώ έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε, μου εξαναείπε, και πες μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν αντραλωμένον, απεκρίθη διά εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι δούλος μου, και είναι πολλά έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν απόκτησιν.

Βλέπεις εσύ μου είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται.

Μη γένοιτο αυτό, βασίλισσά μου, της απεκρίθηκα, εγώ δεν ζητώ ούτε δώρα, ούτε άλλο κανένα πράγμα διά τα όσα έκαμα διά λόγου σου και διά να σου φυλάξω την ζωήν, και εις κανένα δεν μετανοώ· μα σου ομολογώ, πώς είμαι πολλά περίλυπος που με μεταχειρίσθης διά όργανον της επιβολής σου, και διά μέσου μου ετελείωσες την εκδίκησίν σου.

Χωρίς αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν ευθύς να υπάγουν εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την μέσην των γυναικών της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν επιθυμής εδώ. Αυτό πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε μου, μεγαλυτέραν χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης.

Έμεινε πολλά ευχαριστημένος ο παταλμαντζής με την γενναιότητά μου και ανεχώρησεν. Ολίγον καιρόν υστερότερα το έμαθε και ο Βεζύρης Αμπουλφάτ, και έστειλε και με έκραξεν εις τον οντά του, ο οποίος μου είπε. Καλέ άνθρωπε, έμαθα πώς ηύρες ένα θησαυρόν, διά τον οποίον καλά ηξεύρομεν πώς ο μισός απαρθενεύει του βασιλέως, το λοιπόν πρέπει να τον δώσης, ειδέ μη θέλεις παιδευθή. Εγώ του απεκρίθηκα.

Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον.

Εγώ τους απεκρίθηκα με θυμόν ωσάν να καταφρονούσα τους φοβερισμούς σου, μα μέσα μου απόμεινα πολλά φοβισμένος, και δεν απέρασεν ολίγον, αφού και απέστειλα τους ταχυδρόμους σου, που να μην έμπω εις τον στοχασμόν με την Δεινολβάτζην, τι στράταν έπρεπε να πάρωμεν.

Πώς ευρίσκεσαι, ω νέε, εδώ, μου είπεν, ετούτην την ώραν; Αχ, κυρά μου, της απεκρίθηκα, από αλησμονιά μου, και από κακήν μου τύχην έμεινα· μα σε παρακαλώ διά το Θεόν δείξε μου πόθεν να έβγω διά να μη χάσω την ζωήν μου.

Πώς το λοιπόν, ω Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω.