United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστής γρήγορα να φύγης, μη σου τσακίσω το ξερό σου. Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάση. — Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Ον αγαπά Κύριος, παιδεύει..» Και για να την καλοπιάση τη χάιδεψε στο μάγουλο. Τότε ήταν που ήταν.

Και σαν την είδε κι' έκλαιγε, την πόνεσε η ψυχή του, και τρυφερά τη χάιδεψε και με καημό της είπε 485 «Μη μου βαριοπικραίνεσαι, γυναίκα, και κανένας, αν δεν το γράφει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει. Ειδέ απ' το ριζικό κανείς δε θα σωθεί ποτές του, θες αντριωμένος θες δειλός, μιας που βρεθεί στον κόσμο.

Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ. Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός.

Άκουσε τι σκέφτηκα· είπε. Τώρα μεις μπήκαμε σ' ένα δρόμο· ψηλάχαμηλά περνούμε. Μιλούμε για το μέλλον· μέλλον είνε το αύριο· μα είνε και το μεθαύριο. Εγώδε στο κρύβωμεγάλο φόρτωμα πήρα στον ώμο μου κι ο δρόμος είνε μακρύς, μακρύς κι ανηφορικός! Η κόρη χαμογέλασε· άπλωσε το μεστωμένο χέρι της και του χάιδεψε το μέτωπο. — Από τώρα δείλιασες; του ψιθύρισε σκύβοντας απάνου του ανήσυχα.

Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο. — Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου... Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.

Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη, 370 στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη, την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε «Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους, αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο

Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κ' ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες. — Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλληκάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσης εδώ να τον προσέχης και να κάνης τα όσα θα σου πω. Τον πήρε πάρα πέρα και τον ωρμήνεψε.

Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180 τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε•

Βαθειά, μέσα εις τα στέρνα της ήκουε τα κλαυθμηρίσματα των ακάκων νηπίων. Υπόκωφοι συριγμοί του μακρινού ανέμου ήρχοντο εις τας ακοάς της. Ο νεκρώσιμος χορός των κορασίδων, με ηυξημένον τον φρικώδη ορμαθόν, εχοροπήδα τριγύρω της: «Είμαστε παιδιά σου! — Μας εγέννησες! — Φίλησέ μας! — Δώσε μας μαμμά! — Πάρε μας στολίδια, στολίδια ώμορφα! — Χάιδεψέ μας! — Δεν μας αγαπάς

Κι' ενώ δακρολογούσε, 360 τον χάιδεψε έτσι τρυφερά και τούπε αγαπημένα «Τι κλαις, παιδί μου; τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, να ξέρουμε κι' οι διο, και μυστικό μην τόχειςΤότες με βαριοστεναγμούς της είπε ο Αχιλέας «Ξέρειςτι να σ' τα λέω αφτά; — και τάχα δεν τα ξέρεις; 365 Πέρα στη Θήβα πήγαμε, στ' Αητιού την πολιτεία, που την κουρσέψαμε, κι' εδώ το φέραμε το πράμα.