Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά.

Τόρα εκάλει την Χάιδω να παίξουν εις τα λειβάδια, όπου τα νεράκια τρέχουν διαυγή ως το δάκρυ και το γλυκοχάραγμα έρχεται με τόσα μαγικά χρώματα και ο ήλιος λάμπει χρυσότευκτος και ο αήρ διαπνέεται υπό ευωδιών και μύρων. Της ωμίλει διά το ταρναριστόν βάδισμα της πέρδικος, διά την παραδειγματικήν αφοσίωσιν της τρυγόνος, διά το εύχαρι λάλημα του λαμπρόπτιλου κρασοπούλου.

Εμπρός· έλεγεν αύτη, κρύπτουσα απ' εκείνου την συγκίνησιν και τον κρύον φόβον της. Ούτω εξηκολούθησαν πλανώμενα επί πολύ εις το σκότος το μαύρον όσον και η τύχη των. Ότε δε διέκρινον εις τον ορίζοντα το γλυκοχάραγμα της ημέρας, ανέπνευσαν ελευθέρως ως να εσώθησαν από του κινδύνου.

Έμειναν ούτω εντός των οχυρωμάτων των κ' εκείθεν ήρχισαν ζωηρόν πυρ κατά των γεωτοίχων. Ότε ο Ζάχος έφθασε πλησίον των Τόσκων, η νυξ ήρχισε να ολιγοστεύη. Το γλυκοχάραγμα ανεφαίνετο με τα θελκτικά χρώματά του άνωθεν της Βαράσοβας, της οποίας η ανώμαλος κορυφή εκιτρίνιζεν ως από ήλεκτρον σκεπασμένη.

Ω χήρα μου, της έλεγα, μη φαίνεσαι σκληρά, για κύτταξε πώς μας γελούν του ουρανού οι θόλοι, για κύτταξε του ποταμού τακίνητα νερά.. . 'μπορείς, αν θέλης, ν' αγαπάς κι' εμέ και τον Μανώλη. Για έλα να καθίσουμε 'στην άκρη του γιαλού, το πρώτο γλυκοχάραγμα να 'δούμε της ημέρας, ν' ακούσωμε κελάδημα γλυκό κορυδαλού, και να ιππεύσωμεν μαζί, τους γαλανούς αιθέρας.

Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή, 'Σάν μια παρθένα λατρευτή, Που την χρυσόν' η νιότη, Κοντάτο γλυκοχάραγμα, Που τα βουνά γελούνε, Πέφτει της νύχτας η δροσιά, Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά, Να γλυκοκελαϋδούνε. Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα 'Κοιμώντανε μια κόρη, Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή. Πούχε την κόμη καστανή, Και κάτασπρα εφόρει. Έν αηδόνι έξαφνα 'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.

Ενόμιζεν ότι ήκουεν εν τη σιγή της νυκτός ένα προς ένα τους λόγους του επιτιμίου και τους εδέχετο, ως τόσας μυλόπετρας κατά της κεφαλής του. Εν τη σκοτία του δωματίου του διέκρινε μαύρον σύννεφον καπνού, δυσώδες, το οποίον τον απέπνιγε. — Φέξε, θεέ μου, φέξε! έλεγεν αναπηδών έντρομος. Ούτω μετά χαράς είδε το γλυκοχάραγμα σημαδεύον την έλευσιν της ημέρας.

Μόνον από καιρού εις καιρόν ησθάνετο κάτι κτυπούν το στήθος του προς αριστερά, ωσεί η καρδία ήθελε ν' ανοίξη και να φύγη εκείθεν. . . Ούτω περί το γλυκοχάραγμα είχε φθάσει εις τους πρόποδας ενός λόφου και επερικυκλώθη αίφνης υπό ποιμενικών σκύλων, υλακτούντων θορυβωδώς. Τότε συνήλθεν εις εαυτόν κ' εστάθη περισκοπών το μέρος πέριξ. — Μωρέ, πού 'βρέθηκα!. . εσκέφθη απορών.

Έφθασα »'Σ του Μέτσοβου τη ράχη, » Κοντάτο γλυκοχάραγμα, » Που ο πετρίτης 'βγαίνει.» « Κ' εκεί με του Αβδή-πασσά » Τ' ασκέρια πολεμάω. » Τα καταστρέφω. Έφυγα «'Σ το 'Νάπλι κατεβαίνω. » Και από αρχιστράτηγος » Στρατάρχης ανεβαίνω. » Εκεί 'πεθνήσκω. Τούρκους πλειό » Δεν 'μπόρεσα να φάω.» Ο Γρίβας εσιώπησε.

Της αυγής η ουράνια η δροσούλα Ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια. Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ' ταις κορφούλαις, Κι' ανάρηα-ανάρηα αρχίζουνε τ' αστέρια, το φεγγάρι Ο κυνηγός που ροβολά με ταις Νεράιδες πίσω Φτάνουν ως το χωριό σιμά. Προβαίνει η χαραυγούλα, Κ' ήρθεν η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια Και φεύγουν η Καλόγνωμαις.