United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τ' αντικείμενα της νοεράς οράσεως παρεμπρόσθουν μεταξύ εμού και του βιβλίου, πολύ φωτεινότερα των φύλλων αυτού, και η ανάγνωσίς μου καθ' όλον το διάστημα δεν ήτο παρά μηχανικός των οφθαλμών περίπατος επί των γραμμών εκάστης σελίδος. Δις ή τρις εξηπλώθην χαμαί επί του μοσχοβολούντος στρώματός μου με όμματα διά της βίας κεκλεισμένα, αλλ’ εις μάτην.

Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.

Ήτο κατοφορτωμένος. Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από παχέος ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί, τεμάχια κρέατος οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης, πλήρης ξανθού ρητινίτου.

Κοιμώνται, είπεν ο Πρωτόγυφτος χωρίς να διστάση. — Θαρρώ κάποιος είν' εκεί έξυπνος, είπε πάλιν ο ξένος, διότι είχεν ιδεί τα κινήματα του Μάχτου. Ο Μάχτος είχεν ανακαθίσει επί του στρώματος και ηκροάτο ανυπομόνως. — Και αν είνε έξυπνος, θα κοιμηθή, απήντησεν ανενδοιάστως ο Πρωτόγυφτος. — Και αν δεν κοιμηθή, τι; είπεν άλλος εκ των έξω της θύρας.

Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος. Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι ! Πιφ, παφ , πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι. Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούομεν αμφότεροι. Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει.

Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων• και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν. Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος. Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν έχουν διπλήν συμασίαν οι λόγοι μου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλλωπίζεις αυτούς δι' ωραίων λέξεων. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ήκουσα λοιπόν αυτό· και ότι ο Απολλόδωρος έφερε.... ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αρκεί πλέον. — Είναι όπως το είπε;. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τι σε παρακαλώ; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έφερεν εις τον Καίσαρα μίαν βασίλισσαν εντός ενός στρώματος. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τώρα σε αναγνωρίζω· πώς έχεις, στρατιώτα;

Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμήση ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ώ γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γρηάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τι γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γρηά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμωςδιότι, ως γρηά, είχε τόσην πονηρίαντι έγειναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε.

Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας των εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου των οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων όψα, αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο άνεμος τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις.