Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Είναι ομολογούμενον ότι η Ζωγραφία, η Γλυπτική, η Αρχιτεκτονική, η Ποίησις, και η Μουσική, οσάκις διά του αισθήματος του αληθώς ωραίου και καλού κρούωσι τας υψηλάς και ευγενείς χορδάς της ψυχής, ανυψόνουν το φρόνημα, εξευγενίζουν την καρδίαν, και πολιτίζουν τα έθνη.

Ιστορία λοιπόν τουτέστιν αλήθεια είναι η κυριωτέρα βάσις της Εθνικής ποιήσεως και οδυνηρόν και αξιοδάκρυτον είναι οσάκις εκ των περιστάσεων της εποχής ή της ολιγωρίας των χρονογράφων τινά εκ των σημαντικωτέρων γεγονότων εκτίθενται ανακριβώς και συγκεχυμένως· είναι αδύνατον να περιγράψη της την ανυπόφορον αδημονίαν εξ ης πάσχει ο ποιητής όταν εν μέσω του πυρετού της εμπνεύσεως αίφνης παρίστανται αυτώ τοιούτου είδους προσκόμματα· το ατύχημα τούτο συνέβη και προς εμέ ότε ανεκάλυψα σπουδαίαν μεταξύ των ιστοριογράφων της νεωτέρας Ελλάδος διαφωνίαν περί της εποχής καθ' ην συνεκροτήθη η καταστρεπτική σύγκρουσις.

Εξ εκείνων δε οίτινες τον συνώδευον, όσοι μεν ήσαν Σάμιοι, τους απέλυσε λέγων να τω γνωρίζωσι χάριν διότι τους άφηνεν ελευθέρους· όσοι δε των ακολουθούντων ήσαν ξένοι και δούλοι, τους εκράτησεν ως ανδράποδα. Κρεμάμενος ο Πολυκράτης εξεπλήρωσεν όλον το όνειρον της θυγατρός του, διότι ελούετο μεν υπό του Διός οσάκις έβρεχε εχρίετο δε υπό του ηλίου αναδίδων ικμάδα εκ του σώματός του.

Να καθήση δηλαδή εις το κύτος της λέμβου, παρά τον ιστόν, να προσδέση την σκότταν και τον οίακα διά διπλών σχοινίων και να χειρίζεται αόρατος από του κύτους, φλόκον, ιστίον και πηδάλιον με μίαν χεργιάν. Ενίοτε μάλιστα ενησμενίζετο να το κάμνη οσάκις είχε, όπερ σπάνιον, κανένα χερσαίον επιβάτην, τον οποίον υπεχρέου να καθήση παρά το πηδάλιον, όταν διήρχοντο πλησίον παραθαλασσίου χωρίου.

Η Ιωάννα δεν ωμοίαζε τας ποιμενίδας εκείνας του Οβιδίου, αίτινες ηυχαριστούντο αν μόνος ο Άθως ηκροάτο το άσμα των ή ρύαξ αντανάκλα το ανθοστεφές πρόσωπόν των, αλλ' απ' εναντίας εδάκρυε πολλάκις επί των βιβλίων, σκεπτομένη ότι, άγνωστος και ανύμνητος ήθελε μείνει η σοφία της εις την γωνίαν εκείνην της Αττικής, ως κλαίουσι και αι νέαι καλογραίαι, οσάκις γυμνούμεναι το εσπέρας αναλογίζονται ότι το κρινόλευκον αυτών

Γνωρίζω μίαν κυρίαν, ήτις, ως πάσαι αι ομόφυλοί της, θέλει να φαίνεται ως άγαν ευαίσθητος και ευσπλαχνική. Και οσάκις ακούση να γίνη λόγος περί θανάτου ή ασθενείας έστω και όλως αγνώστου εις αυτήν ανθρώπου δεν παραλείπει να είπη: — Πώς τον λυπούμαι τον κακομοίρη! Και όμως κάποτε ελησμόνησε και ωμολόγησεν ότι παρευρέθη εις όλας τας καρατομήσεις των τελευταίων ετών.

Μετ' αυτής όμως συγκατακλινόμενος ο Άμασις δεν ηδύνατο να μιγή, μολονότι μετεχειρίζετο τας άλλας γυναίκας. Μετά την ευχήν αμέσως εμίγη μετ' αυτής ο Άμασις και από της στιγμής εκείνης επετύγχανεν οσάκις την επλησίαζε, και την ηγάπησε πολύ.

Λάβε χρυσήν μελάνην· γραφίδας έχεις, τροφήν θέλω στέλλει υμίν εκ της ιδίας μου τραπέζης. Χαίρετε, τέκνα μου»». Ταύτα ειπούσα εξήλθεν η Αγ. Βλιθρούδη, κλείουσα όπισθεν αυτής την θύραν, ως οι χωρικοί εν Μολδαβία, οσάκις ο άρχων επισκέπτεται την καλύβην των. Αλλ' η Αγ. Βλιθρούδη ήτο εκ των εναρέτων εκείνων γυναικών, των οποίων ο νους αδυνατεί να υποθέση το κακόν.

Όταν δε η Ζερβούδαινα έμαθεν ότι έπαυσεν η καταδίωξις του Μανώλη και ότι εκείνας τας ημέρας επεριμένετο, κατελήφθη υπό τοιαύτης ανυπομονησίας, ώστε δεν ηδύνατο να εύρη στιγμής ησυχίαν. Εκάθητο, εσηκώνετο, παρετήρει από το παράθυρον, έτρεχεν εις την θύραν, οσάκις ήκουεν ανδρικά βήματα η φωνήν ομοιάζουσαν προς την φωνήν του Μανώλη, εξήρχετο, επέστρεφε και πάλιν μετ' ολίγον έτρεχεν έξω.

Η Ιωάννα συγκατέβαινε μειδιώσα εις του εραστού τας αιτήσεις, οι δε ποιμένες και γεωργοί εθαύμαζον το κάλλος και την ευσέβειαν των δύο κουκουλοφόρων νεανίσκων, σπεύδοντες οσάκις απήντων αυτούς να αφαιρέσωσι τους τριγώνους πίλους και αμιλλώμενοι τίς πρώτος να ασπασθή τας χείρας των ή να προσφέρη αυτοίς άρτον, μυζήθραν, ζύθον και οπώρας.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν