United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να ομιλήση λοιπόν προς σε ως εξής περίπου, αφού θωπεύση την κόμην η οποία του υπολείπεται και υπομειδιάση το γλυκερόν και απαλόν μειδίαμα το οποίον συνειθίζει και μιμηθή την Αυτοθαΐδα την κωμικήν, την Μαλθάκην ή την Γλυκέραν εις την γλυκύτητα της φωνής• διότι το αρρενωπόν είνε αγροίκον και δεν αρμόζει εις τον αβρόν και εράσμιον ρήτορα. Θα είπη λοιπόν με πολλήν μετριοφροσύνην περί του εαυτού του.

Και συ είσαι ένας ηλίθιος, αν και βάζεις αρκετό νερό στο κρασί, που μας δίνεις, και ημπορεί κανείς να ευρίσκη μέσα σ' αυτό ψάρια. Μάθε λοιπόν ότι αυτό είναι σύμβολον, το οποίον εις την γλώσσαν των φιλοσόφων σημαίνει «Μειδίαμα της τύχης». Εάν εμάντευες, ίσως θα έκαμνες περιουσίαν.

Κείνο που θέλω εγώ θα γείνη! ανέκραζεν απειλούσα διά χειρονομίας η σύζυγός του, ωραία, τριακοντούτης, υψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, με μεθυστικόν το βλέμμα και το μειδίαμα, την οποίαν διά του πρώτου βλέμματος ο θεατής, συγκρίνων αυτήν εκ του σύνεγγυς με τον σύζυγόν της, ακουσίως θ' άφινε να του εκφύγη η επιφώνησις: Κρίματη γυναίκα!

Όσον αφορά την Λίγειαν, αύτη ήκουε εντρεπομένη και ροδαλή, ταπεινούσα τους οφθαλμούς. Αλλά μετ' ολίγον πονηρόν μειδίαμα εφάνη εις την γωνίαν των χειλέων της.

Επάνω εις το κατάρτι της το πρυμναίον εζωγράφισεν ένα μέγαν ανθρωπόμορφον μπούφον, ωσάν καρφωμένον επί της κεραίας, με ηλίθιον μειδίαμα εις την όψιν, και εις το στόμα του, το χάσκον ως άδης, βροχηδόν, αγεληδόν, πτεροφόρα και πτηνοειδή έπιπτον αμέτρητον πλήθος ναπολεόνια, τούρκικες λίρες, βενετικά φλωριά, ρηγγίνες και κολωνάτα. Ο καπετάν Στέφος είδε την εικόνα και την επήνεσε.

Λοιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά; — Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο Κύριος Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και προστασίας.

Ενώ ο γέρων, με μειδίαμα εις τα χείλη δύσπιστον και οφθαλμούς ημικλείστους, έβλεπε τον ενωμοτάρχην ως διδάσκαλος, σιωπηλώς παρακολουθών τα δύσκολα ψελλίσματα του μαθητού του. Ο ενωμοτάρχης όμως εχειρίζετο μετά μεγάλης ευκολίας το όπλον, δεικνύων πόσον ήτο γνώριμος μ' αυτό.

Διά τούτο δεν παρεξενεύθην, μη ακούσας ταύτην την φοράν τας δεξιώσεις της Οθωμανίδος, όπισθεν του δικτυωτού παραθύρου της. Αλλ’ όταν, ανοιγείσης της θύρας, είδον ενώπιόν μου μικρόν, βλακωδώς προσατενίζον με τουρκόπαιδον, και ουχί την ωχράν του Κιαμήλ όψιν, ποιούντος τον μεγάλον αυτού τ ε μ ε ν ά ν με το αιωνίως μελαγχολικόν εκείνο μειδίαμα, δεν ηξεύρω πώς διετέθην ξένως και παραδόξως.

Βλέπει τις πολλάκις αδιάκοπον το μειδίαμα εις τα χείλη, ανεξάντλητον την ευτυχίαν εις τους οφθαλμούς της, ενώ τουναντίον εις τα χείλη επικάθηται άμετρος πικρία και θερμά δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Έχει δ' η γυνή την υπόκρισιν αυτήν τόσον ανεπτυγμένη όσον περισσότερον περιωρισμένη είνε κοινωνικώς.

Η αφελής αύτη εύνοια, η επιδειχθείσα προς αυτόν παρά της κόρης, τω εφάνη ως μειδίαμα αόριστον της τύχης, προοιωνίζον ευτυχίαν. Η αρχαϊκή αύτη λιτότης του αισθήματος, η ολιγάρκεια αύτη της επιθυμίας, ήτο λίαν χαρακτηριστική παρά τω απαιδεύτω εκείνω νέω. Εν τούτοις δεν παρετήρησεν ότι η νέα δεν τω έδωκεν άνθη με τας ιδίας αυτής χείρας, αλλά τω είπε μόνον να δρέψη. Αλλά τούτο ήρκει εις αυτόν.