United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια.

Δεν είνε ακόμη αυγή, μπάρμπα-Σταμάτη, είπεν αγωνιώσα η Σοφία, μα είνε απόξω, είνε... που το μάτι τους να βγη! — Και τι θα καταλάβης να τους βγη το μάτι, Σοφία; είπεν εμπνεόμενος εις αντιλογίαν, με όλην την νύσταν του, ο Καρδοπάκης. Μήπως θ' αποχτήσης ποτέ σου εσύ τρία μάτια; Πάντα με δύο μάτια θάσαι. — Αχ! χρειάζονται τέσσαρα μάτια την ώραν αυτήν, απήντησε με πάθος η Σοφία.

Και δυο δειλά όμματα σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοί της αιπολικής γενεάς, προέκυπταν διά μέσου των κλάδων, υψηλά εις τα δένδρα, και ηγωνίζοντο ν' ανακαλύψωσι το μυστήριον της καλλονής εκεί εις το σκότος. Και τότε η ηχώ θα ηδύνατο καθώς το πάλαι, εις την εξομολόγησιν του Ερώντος, να επαναλάβη: Ερώ, ερώ. Ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης δεν είχε χορτάσει τον ύπνον.

Φαίνεται ότι επρόκειτο, καθώς υπώπτευσεν εκ των όσα ήκουσεν ο εύθυμος γέρων, «για να κλέψουν ή την Σοφιά ή τη Λουκρητία». Εγίνοντο δηλαδή μελέται περί απαγωγής της μίας των δύο αδελφών υπό των ερωτύλων ή των «κυνηγών» εκείνων. Και εις τα συμβούλια ταύτα ήτο παρών, ως εμαρτύρει ο Καρδοπάκης, και είς των νεωτέρων συγγενών του μακαρίτου Αγάλλου, ανεψιός του εξ αδελφού.

Εκεί τας ηύρεν ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης, και αφού ταις είπε τι είχε μάθει, τον εκράτησαν να κοιμηθή εκεί. Αφού εσταμάτησαν τον μύλον, κ' επήραν το «εξάγι» από το τελευταίον άλεσμα της ημέρας, εκάθησαν να δειπνήσουν εληές, τυρί και πλαθόπητταν οπτήν, την οποίαν είχε ψήσει εις ολίγα λεπτά, ανάψασα φωτιάν εν υπαίθρω, ως είδος εστίας ή καμίνου, κατά το πρόθυρον του κτιρίου, η Λουκρητία.

Ο Καρδοπάκης είχεν αποκοιμηθή, και αντί ν' ακούη αυτός τους κρότους τους έξω, ήκουον αι δύο κόραι τον ρογχαλισμόν του. Έξω εφύσα λεπτή αύρα, κ' ηκούετο από καιρού εις καιρόν ο θρους των φύλλων.

Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της.